Από τη Φωτεινή Φιλιππαίου.

Απόγευμα Σεπτέμβρη, 18:00 μμ.

Τα ρούχα μου είναι μούσκεμα. Τα πόδια μου γεμάτα λάσπες. Γύρω μου κόσμος πολύς. Πλάι μου, δίπλα μου. Βρέχει τόσο που δεν μπορώ να δω κανέναν. Όλοι φωνάζουν. Ψάχνω να σε βρω. Και οι άλλοι ψάχνουν. Για ποιον άλλο λόγο να φωνάζουν το όνομά σου;

Τρεις ώρες νωρίτερα, 15:00 μμ.

Είμαι ξάπλα σε ένα κρεβάτι που δεν είναι δικό μου. Το ξέρω αυτό το κρεβάτι. Είναι δικό σου. Είναι το κρεβάτι που κοιμόμαστε μαζί τα σαββατοκύριακα. Τότε που εγώ γκρινιάζω για τη δουλειά κι εσύ με ησυχάζεις χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά. Είναι το κρεβάτι που κάνουμε έρωτα. Είμαι στη γωνιά σου και κοιτάω την πόρτα. Όλο και κάποιος την ανοίγει, με κοιτάει και την κλείνει. Περίεργοι άνθρωποι. Τι παράξενο βλέπουν; Εμένα στο κρεβάτι σου. Ίσως ψάχνουν εσένα. Πάντα μαζί ξαπλώναμε εδώ. Τώρα είμαι μόνη.

Πέντε ώρες νωρίτερα, 10:00 πμ.

Είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου. Σε παίρνω τηλέφωνο και δεν απαντάς. Εσύ πάντα απαντάς όταν σε καλώ. Μήπως νευρίασες μαζί μου; Δεν θυμάμαι να έκανα τίποτα κακό. Σήμερα θα περνούσαμε τη μέρα μαζί. Μήπως το ξέχασες; Σε παίρνω να στο θυμίσω. Σήκωσέ το, γαμώτο! Ποια είναι αυτή που λέει πως θα ειδοποιηθείς για την κλήση μου; Πετάω το τηλέφωνο στον τοίχο και ξαφνικά όλοι κοιτούν εμένα. Πού είσαι; Νομίζω τρέμω και ουρλιάζω. Τέσσερα χέρια με τραβάνε. Θέλουν να με βάλουν να ξαπλώσω. Χαζοί είναι; Γιατί να ξαπλώσω; Δεν ξέρουν πως δεν ξαπλώνω μόνη μου; Κάπου βλέπω την μάνα μου. Με πλησιάζει και μου δίνει δύο χάπια. Με κοιτάει με αγάπη και κάτι άλλο που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Κάπου ανάμεσα σε κλάματα και φωνές, χάνω τις αισθήσεις μου.

Τέσσερις ώρες νωρίτερα, 06:00 πμ.

Ένα ασθενοφόρο είναι μπροστά μας. Εμείς το ακολουθούμε. Ακούω στο βάθος τις σειρήνες. Ρωτάω τι έγινε μα κανείς δεν μου λέει. Θα μάθουμε στο νοσοκομείο. Να δεις που δεν θα είναι τίποτα σοβαρό. Ποτέ δεν παθαίνεις τίποτα σοβαρό εσύ. Όσο έχουμε ο ένας τον άλλο, όλα καλά θα πηγαίνουν. Εγώ, εσένα κι εσύ, εμένα.

Ζητάω να σε δω. Με οδηγούν σε έναν διάδρομο. Στο τέλος του είναι ο πατέρας μου. Κάθεται στο πάτωμα με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά του. Μοιάζει νικημένος. Ο πατέρας μου ποτέ δεν είναι νικημένος. Τον κοιτάω με απορία και το μόνο που ψελλίζει είναι: συγγνώμη.

Τι στο καλό έγινε; Με βάζουν σε ένα γραφείο. Ψυχολόγος λέει η ταμπέλα. Σε ψυχολόγο σε φέρανε; Κοιτάω γύρω και δεν είσαι πουθενά. Τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Εγώ μόνο να σε δω θέλω. Αρχίζει να μου λέει κάτι ασυναρτησίες. Να σταθώ δυνατή και ψύχραιμη, λέει. Πως οι απώλειες είναι μέρος της ζωής, λέει. Πως πέθανες, λέει. Τα αυτιά μου βουίζουν. Βλέπω τα χείλη του να κουνιούνται αλλά δεν ακούω τι λέει.

Μία ώρα νωρίτερα, 5:00 πμ.

Ξυπνάω επειδή κρυώνω. Να δεις που πάλι ξέχασα το τζάμι ανοιχτό. Ψαχουλεύω το σεντόνι στα πόδια μου και το τραβάω προς τα πάνω. Σαν να άλλαξε ο καιρός απόψε. Βαριέμαι να φτάσω μέχρι το παράθυρο για να δω την θάλασσα. Άλλωστε, αν είχε γυρίσει ο άνεμος θα είχατε επιστρέψει. Ξέρετε και οι δύο τόσο καλά τη θάλασσα που δεν χρειάζεται να ανησυχώ. Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ακούω πατημασιές στη σκάλα. Μάλλον γύρισες. Γνώριμες φωνές και ψίθυροι. Η πόρτα ανοίγει με τον χαρακτηριστικό της θόρυβο και βήματα κάνουν το πάτωμα να τρίζει.

« Φωτεινή μου; Ξύπνα, Φωτεινή μου. Ο Γιώργος. Ο Γιώργος σου είχε ένα ατύχημα».

Τρεις ώρες νωρίτερα, 02:00 πμ.

Εντάξει, το ξέρω πως αγαπάς τη θάλασσα. Μόνο εκεί ηρεμείς. Νευριάζω και ζηλεύω ταυτόχρονα. Λες και δεν μου έφτανε ο πατέρας μου τόσα χρόνια, τώρα έχω κι εσένα. Πού σας χάνω, πού σας βρίσκω, οργώνετε το βυθό της τα βράδια. Με βάζετε εμένα για ύπνο κι ύστερα ξεπορτίζετε.  

Μου το είχες πει απ’ το πρώτο μας ραντεβού, εφτά χρόνια πριν. «Εγώ χειμώνα, καλοκαίρι, με ήλιο ή βροχή, στη θάλασσα βάζω σε σειρά το μυαλό μου», θαρρείς και ήταν απ’ τα πρώτα πράγματα που έπρεπε να μάθω για σένα. Καθόλου δεν δυσανασχέτησα. Αντίθετα μου φάνηκε σημαδιακό που είχες τέτοια ομοιότητα με τον μέχρι τότε άντρα της ζωής μου, τον πατέρα μου.

Απόψε όμως, θα γίνει το δικό μου. Δεν θα πας πουθενά. Θα μείνεις εδώ μαζί μου. Θα με πεις «αγαπάκι σου» κι εγώ θα ξεχάσω τα μούτρα που σου κρατάω. Δεν γίνεται όποτε μπαίνω ανάμεσα σε σένα και σε εκείνη την πλανεύτρα να κερδίζει εκείνη. Με το γάμο μας πρέπει να αλλάξει αυτό.

«Αγαπάκι μου, εκείνη με ηρεμεί κι εσένα μάλλον θα σε τρελάνει». Μου σκας ένα φιλί και χαμογελάς σαν μικρό παιδί που τρέχει να κάνει σκανδαλιά. Σε παρατηρώ και νομίζω πως δεν υπάρχει πιο τυχερή γυναίκα πάνω στη γη.

 
Για εκείνον.