Κάπου διάβασα τις προάλλες μια φράση που έλεγε: «Είσαι η Κυριακή μου σ’ ένα κόσμο γεμάτο Δευτέρες». Δεν ξέρω ποιος την είπε, δεν έψαξα καν. Το μόνο που σκέφτηκα την ώρα εκείνη είναι πως εσύ για ‘μένα είσαι η Δευτέρα μου.

Ναι, αυτό είσαι γιατί μόνο τη Δευτέρα ήσουν εσύ, ήσουν ο εαυτός σου.

Σιχαινόμουν αυτήν την πρώτη μέρα της βδομάδας όπως και όλος ο κόσμος φαντάζομαι. Η αρχή της βδομάδας, πρώτη μέρα στη δουλειά κι ειδικά στη δική μου δουλειά, που αν για ‘μένα είναι μαρτύριο, φαντάσου τι σημαίνει Δευτέρα για ένα παιδί. Είμαι δάσκαλος, βλέπεις.

Ήρθα στον τόπο σου για ν’ αναλάβω τα καθήκοντα μου ως εκπαιδευτικός και αντί αυτού ανέλαβα τα καθήκοντα ενός ανθρώπου ερωτευμένου. Σ’ ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο μπαρ.

Παρήγγειλα και σε κοιτούσα λες και δεν έχω ξαναδεί γυναίκα στη ζωή μου. Παράλληλα έβλεπα πως σε κοιτάζουν κι οι άλλοι. Είχαμε μια διαφορά όμως. Οι άλλοι έβλεπαν τα σαρκώδη χείλη σου με το έντονο μακιγιάζ, το βαθύ ντεκολτέ σου, την κοντή σου φούστα. Είχαν εκείνο το πρόστυχο βλέμμα που με γέμιζε θυμό κι ας μη σε ήξερα καθόλου.

Εγώ από την πρώτη στιγμή κατάφερα να σε δω πίσω απ’ όλα αυτά. Δε φαινόσουν αυτό που λέμε «γυναίκα της νύχτας», δεν έβγαζες βρωμιά, δεν ήσουν προκλητική ή μάλλον το μόνο προκλητικό πάνω σου ήταν η εμφάνισή σου. Τα μάτια σου, ο καθρέφτης σου ήταν καθαρός.

Σε περίμενα μέχρι να σχολάσεις για να καταφέρω να σε γνωρίσω κι ας είχα σχολείο την επόμενη μέρα. Μου είπες να τα πούμε τη Δευτέρα που θα είχες ρεπό. Η Δευτέρα αργούσε τρεις μέρες, αλλά δέχτηκα.

Βέβαια ήρθα στο μπαρ και τις τρεις επόμενες νύχτες και σε παρατηρούσα. Μέχρι που έφτασε η Δευτέρα που είχαμε ραντεβού κι αυτό που είδα δε θέλω να το ξεχάσω ποτέ.

Ήρθες κι ήσουν η πραγματική Μαργαρίτα, η αληθινή.

Σε κοιτούσα αποσβολωμένος. «Μαργαρίτα» μου είπες. «Στο μαγαζί μου είπες Νταίζη» σου απάντησα. «Στο μαγαζί δε χρειάζεται να ξέρουν ούτε καν τ’ όνομα μου» είπες.

Μιλήσαμε πολύ, είπαμε πολλά. Κατάλαβα άλλα τόσα. Η αυθεντική Μαργαρίτα ήταν μπροστά μου, η άλλη του μπαρ απλά εμφανιζόταν τα βράδια.

Κι εσύ δεν ήσουν από το μέρος εκείνο, τυχαία βρέθηκες γιατί έπρεπε να δουλέψεις. Τα δικά σου τα πτυχία δεν μπορούσες να τα αξιοποιήσεις αλλιώς. Εγώ ήμουν πιο τυχερός σ’ αυτό.

Ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο από εκεί τη νύχτα κι έπειτα. Ήρθαμε κοντά, γίναμε ένα.

Δε με πείραζε που δούλευες εκεί. Μ’ ένοιαζε που τα βράδια ερχόσουν και κοιμόμασταν μαζί κι ας πήγαινα ξενύχτης την άλλη μέρα στο σχολείο. Μου ‘δινες τόση ενέργεια που συμπλήρωνε τον ύπνο.

Τις Δευτέρες όμως τις απολάμβανα διπλά. Δεν είχες τίποτα πάνω σου που να θύμιζε νύχτα, ήσουν όλη φως. Σου υποσχέθηκα πως όταν τελείωνε η χρονιά θα σ’ έπαιρνα να φεύγαμε κι έτσι έκανα. Τώρα περιμένουμε να δούμε που θα είναι ο επόμενος διορισμός για να πάμε παρέα.

Τα ρούχα σου, εκείνα της δουλειάς θα τα πετάξουμε γιατί δε θα μας χρειαστούν πια. Από ‘δω και πέρα θα είσαι πάντα μια «Δευτέρα». Θα βρούμε τρόπο και θα τα βγάλουμε πέρα.

Πίσω από την προστυχιά του επαγγέλματος σου ήσουν η πιο καθαρή γυναίκα που γνώρισα ποτέ κι έτσι θέλω να παραμείνεις. Αγάπησα τις Δευτέρες, αγάπησα κι εσένα και κατάλαβα πως όλα τα πράγματα έχουν δυο πλευρές.