Κοιτούσα που λες μια φωτογραφία μας προχθές. Τελικά, δεν ήσουν και τίποτα σπουδαίο. Βασικά, τώρα που το σκέφτομαι, δεν ήμασταν και τίποτα σπουδαίο. Την πέταξα. Ναι καλά διάβασες, που πολύ αμφιβάλλω κι αν θα το διαβάσεις, τώρα που το σκέφτομαι, οπότε μετά από πολύ καιρό μπορώ να γράψω τι πραγματικά πιστεύω για σένα, μιας κι ως μικρό ερωτευμένο ηλίθιο πλάσμα, δεν στα πέταξα ποτέ στη μούρη, μην πληγώσω τον υπέρμετρό σου εγωισμό.

Και σιγά τον άνθρωπο να δείξει κι εγωισμό. Με τις ανόητες ξεχειλωμένες φόρμες. Τις σιχαινόμουν κι αυτές κι εσένα μέσα τους. Γιατί, αυτή η μπλούζα η κόκκινη η πλεκτή η δέκα νούμερα μεγαλύτερη από το σώμα σου που την είχες και για ωραία; Μια μαλακία όρθια ήταν, μην κοιτάς που τη φορούσα πού και πού για να ζεστάνω το κοκαλάκι μου στο παγωμένο σπίτι σου.

Και τι σπίτι. Τι νομίζεις, ότι θα δυσκολευτώ να βρω σπίτι με χαλασμένες βρύσες και μέτρια ψύξη στην κατάψυξη; Ότι θα μου λείψουν οι νύχτες που δεν άντεχα το δέρμα μου από τη ζέστη που έβραζε το μικρό κακόγουστο στουντιάκι σου; Ή μήπως θα μου λείψουν οι καμμένοι σου εσπρέσο τα πρωινά; Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα μου λείψει, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα ξαναψάξω.

 

Get Over It! | eBook


€5,00

-----

 

Έφυγες κι ηρέμησα. Ηρέμησα από τις υστερίες σου και τα ατελείωτα μούτρα σου, από τις μακρόσυρτες σιωπές σου που ήλπιζα να είχες πάθει εγκεφαλικό για να μη χρειαστεί να ξανασχοληθώ μαζί σου. Ηρέμησα από όλες εκείνες τις προσπάθειες επικοινωνίας που έπεφταν στο κενό, γιατί απλώς αρνιόσουν να κάνεις έστω και μια υποχώρηση.

Και τι; Τι να μου λείψει από σένα; Τα λασπωμένα μακαρόνια σου; Τρεις στους δύο τα μαγειρεύουν με τεράστια επιτυχία. Ή μήπως τα κολλήματά σου με την τάξη και την καθαριότητα μια φορά το εξάμηνο, σε ένα σπίτι μπουρδέλο;

Τίποτα από σένα δε μου λείπει. Δε με νοιάζει που ήσουν το καλύτερό μου φιλαράκι, φίλους βρίσκεις πανεύκολα εξάλλου. Ούτε που θυμάμαι πώς ένιωθα όταν με φιλούσες, τόσο αδιάφορα το έκανες. Με κούρασε η μιζέρια μας, με εξάντλησε να προσπαθώ να σώσω κάτι που δεν υπήρξε ποτέ. Ή κι αν υπήρξε, ήταν -μάλλον- τόσο διαφορετικό από αυτό που ήθελα, που ισοπεδώθηκε μπροστά στις προσδοκίες μου.

Θες να στο πω και πιο λιανά; Δυο κρεβάτια κι άλλα δυο. Άντε και λίγο συναίσθημα για γαρνιτούρα. Αυτό ήμασταν. Πόσο δύσκολο λοιπόν, λες, να είναι να το ξαναβρώ; Σκέψου καλά-καλά, ούτε που έκλαψα. Δε θυμάμαι δηλαδή να κλαίω, ούτε θυμάμαι να τηλεφωνώ απελπισμένα στις τέσσερις το χάραμα σε κρίση ζήλιας και μοναξιάς.

Δε θυμάμαι ν’ ακούω τα αγαπημένα σου τραγούδια, που έτσι κι αλλιώς μου έσπαγαν τα νεύρα. Τα ίδια τραγούδια που άκουγα κάτω από ντουμάνια σε μουσικές σκηνές ετοιμόρροπες δίπλα σου και σου αφιέρωνα κάθε στίχο. Μα πόσο ηλίθιοι πρέπει να φαινόμασταν! Δε θυμάμαι να σε ψάχνω, δε θυμάμαι να σε θέλω στη ζωή μου γιατί χωρίς εσένα είναι πιο άδεια και απ’ το ψυγείο σου. Δε σε θυμάμαι φιλαράκι.

Κι αν είναι ν’ απαλλαγώ από σένα μια και καλή, αν αλλιώς δεν περνάς, θα πως πως έστω, δεν υπήρξες ποτέ. Τι τα φάγαμε τα μάτια μας τόσα χρόνια στα μαθηματικά, να είναι και σε κάτι χρήσιμα.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου