Γράφει η Μαρίζα Παπαδάκη.

 

Ξέρω έχουν δει πολλά τα μάτια σου. Το ίδιο και τα δικά μου. Δεν ξέρω για τα δικά σου, θα μου τα πεις, αλλά τα δικά μου κι αν έχουν δει!

Τι να σου λέω. Λάθη μαζεμένα ένα σωρό. Από άλλους κι από μένα την ίδια. Κυρίως από μένα.
Να παλεύω με χίλιους δαίμονες για να χτίσω κάτι που να λέγεται σχέση. Να δίνομαι και να σκορπιέμαι για λίγα ψίχουλα. Κι αυτά να μου αρκούν. Να πιστεύω ότι δεν είμαι για περισσότερα. Να μην περάσει ποτέ από το κούφιο το κεφάλι μου ότι μου αξίζουν πολλά περισσότερα.

«Σσσς! Σώπαινε, μη μιλάς. Δεν υπάρχει αυτό που ζητάς. Μια ζωή ονειροπόλα και ρομαντικιά». Μια ζωή να μου λένε ότι θα μείνω μόνη γιατί αυτός που ζητάω είναι ανύπαρκτος. Ότι τον έχω κάνει υπαρκτό στη φαντασία μου αλλά στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Ότι κυνηγάω χίμαιρες.

Λοιπόν ήρθε κι η δική μου σειρά.

«Σουτ, εσείς! Μη μιλάτε άλλο σας έχω μάθει καλά. Λέτε τα ίδια και τα ίδια. Δε βαρεθήκατε; Για ποιον τα λέτε; Γιατί εδώ δε μένει πια κανείς που να σας ακούει. Μη σπαταλάτε άλλο σάλιο. Πείτε τα εκεί που σας παίρνει, γιατί πλέον η φωνή μου ακούγεται δυνατότερα από τη δική σας. Έγινε κραυγή, ικανή να σας κάνει να κλείσετε στόμα κι αυτιά και να πάρετε επιτόπου στροφή για τον αγύριστο.

Τι αντιπροσωπεύετε τέλος πάντων; Τη φωνή της λογικής; Ποιος σας όρισε εσάς λογικούς κι εμένα παράλογη; Κι αν είστε εσείς οι παράλογοι; Κι αν όλα αυτά που λέτε, ότι γυρεύω πράγματα άπιαστα και παράλογα είναι της φαντασίας σας, τη στιγμή που η δική μου φαντασία τα βλέπει για πραγματικότητα;
Λοιπόν κάντε μας λίγο τη χάρη κι αφήστε με να ονειρευτώ. Να ονειρευτώ τη ζωή που θέλω. Τους ανθρώπους που θέλω και τα πράγματα που θέλω. Γιατί όπως ονειρεύομαι εγώ έτσι ονειρεύονται και κάποιοι λίγοι εκεί έξω σαν κι εμένα κι είναι ζήτημα χρόνου να τους βρω και να με βρούνε».

Ξέρω πως μόλις τα μάτια μου αντικρίσουν τα δικά του θα βρουν αυτό που ψάχνουν. Θα υπάρξει ταύτιση κι εγκεφαλική έλξη. Θα ξεχάσουν κι εκείνα και τα δικά μου μάτια όλα όσα έχουν δει μέχρι τώρα. Γιατί δε θα δουν στα μάτια μου αυτό που βλέπουν οι άλλοι: το χρώμα, το σχήμα και το παιχνίδισμά τους αλλά θα ψάξουν να ανιχνεύσουν το βλέμμα που τα κάνει τόσο ξεχωριστά. Το βλέμμα που κρύβει την αλήθεια της ψυχής που κουβαλούν, τις βαθύτερες ανάγκες τους και τις πιο μύχιες σκέψεις τους.

Ο δικός μου αντίστοιχος ονειροπόλος άνθρωπος θα ακούσει με τα μάτια κι όχι με τα αυτιά αυτά που θα του πω. Δεν πέφτουν ποτέ έξω τα μάτια. Θα αφήσω και τα δικά μου να περιπλανηθούν μέσα στα δικά του. Και τότε θα πούμε «εδώ είμαστε, φτάσαμε εκεί που θέλαμε και δεν το κουνάμε ρούπι».

Ο κατάλληλος άνθρωπος, εκείνου που τα μάτια του θα μιλήσουν στα δικά σου, θα διακρίνει σιωπηλά την αξία σου. Και θα κάνει τα πάντα για να σε κρατήσει όσο περισσότερο καιρό μπορεί. Πολύ απλά δε θα μπορεί να κάνει αλλιώς γιατί τα μάτια σου θα γίνουν το φως του στο σκοτάδι και στο θάμπος από τις ρεκλάμες δεξιά κι αριστερά. Ρεκλάμες που φλομώνουν στο ψέμα ίσα για να νιώσει κανείς για λίγο θεός. Ψεύτικα μάτια, ψεύτικα χείλη και ψεύτικες ελπίδες ίσα για να νιώσει κανείς πολύ άδειος.

Εδώ μιλάμε για δυο ζευγάρια μάτια που νιώθουν, αληθινά σε απόλυτη συνεργασία με την ψυχή. Που θα γελούν κι αυτά μαζί με τα χείλη σχηματίζοντας μία προς μία όλες τις ρυτίδες. Που θα κλαίνε και θα ξέρεις ότι υποφέρει το μέσα τους. Μάτια που θα σε φλερτάρουν όσα χρόνια κι αν περάσουν και θα σε θαυμάζουν χωρίς να χρειαστεί να πουν το παραμικρό. Όσα είναι να ειπωθούν θα ειπωθούν από τον ήλιο που θα λάμπει όταν αντικρίζουν εσένα μπροστά του, σαν τον τυφλό που βρήκε το φως του.

Γι’ αυτό σου λέω έχουν δει πολλά τα μάτια μου, το ίδιο και τα δικά σου. Τον ήλιο όμως δεν έχουν καταφέρει να τον δουν ποτέ σε αλλουνού τα μάτια.