Δύσκολο ήταν το ταξίδι μου, μα ομολογώ κάποιες στιγμές μέσα στον φόβο μου και στην απόγνωσή μου, που σαν συναισθήματα τα αναγνώρισα και τους έδωσα όνομα πριν ένα χρόνο, ένιωσα το αίμα μου να βράζει. Η αδρεναλίνη στο κόκκινο κι η δύναμη κυλούσε παντού μέσα μου. Μια απίστευτη αισιοδοξία ότι εγώ άντεξα, αντέχω και θα αντέχω για πολύ καιρό ακόμη.
Και πλέον ο σκοπός μου δεν ήταν μόνο να αντέχω, ήταν να ζω όπως εγώ ορίζω και θέλω. Το έλεγα με σιγουριά, με δύναμη στον εαυτό μου πως τελικά νίκησα και τώρα πάω να ζήσω, γιατί εκτός των άλλων είναι και κάτι που μου χρωστώ.
Υπάρχουν στιγμές που λέω πως έχω χάρισμα και μπορώ να υπεραναλύω τα πάντα, κάθε πόντο ενός προβλήματος, κάθε συναίσθημα, κάθε αίσθηση και κάθε σκέψη. Άλλες μέρες ξυπνώ κι αυτό το χάρισμα με πονάει και νιώθω ότι πνίγομαι σε όλα αυτά που σκέφτομαι και δεν μπορώ να εκφράσω. Πιο πολλές φορές πνίγομαι απ’ ότι το νιώθω χάρισμα, δε στο κρύβω.
Δεν το ζήτησα το χάρισμά μου αυτό, μα από παιδί βλέπεις με ακολουθεί σαν κατάρα. Έβλεπα πράγματα να συμβαίνουν μέσα στο σπίτι, έβλεπα καταστάσεις φαρμακερές να κάνουν σε εμένα και στην οικογένειά μου κακό, μα εκείνοι δεν έβλεπαν τίποτα. Και καθόμουν εγώ κι ανέλυα και σκεφτόμουν κι αναρωτιόμουν: «γιατί με φιμώνouν και με αδειάζουν έτσι; Γιατί δεν ακούνε αυτά που τους λέω;» Και πάλι ξανά, σκέψη μετά από σκέψη, να βρω τρόπο να τους πω πως πονάω και πως δεν αντέχω άλλο, μήπως και με ακούσουν.
Με θυμάμαι πολύ συχνά σαν παιδί να εύχομαι να μην μπορούσα να καταλάβω όλα αυτά που ήδη καταλάβαινα. «Όλα τα σπίτια έχουν προβλήματα», μου έλεγαν. «Είσαι ευάλωτη. Είσαι ευαίσθητη. Είσαι γλωσσού», συνέχιζαν. Αυτές ήταν οι λέξεις τους και πείστηκα κι εγώ πως για να το λένε όλοι, ίσως κάποιο δίκιο θα έχουνε, κι έτσι σώπασα. Βλέπεις ήταν μεγάλοι αυτοί και κάτι ήξεραν καλύτερα. Έτσι νόμιζα δηλαδή, αυτό με έκαναν να πιστεύω.
Έγινα το καλό παιδί, για να συνεχίζουν όλοι αυτοί να ζουν στο συννεφάκι τους ανενόχλητοι. Όμως, όχι για πολύ. Γιατί σαν έφηβη στάθηκα απέναντι στη δήθεν συνέπεια όλης αυτής της επικριτικής και δυσλειτουργικής παιδικής ηλικίας κι οικογενειακής ζωής. Χαμένη, δεν ήξερα τι να το κάνω όλο αυτό κι αντί να ξεσπάσω σε αυτούς, μαστίγwνα εμένα.
Γιατί; Τι έκανα λάθος; Από πού αρχίζει και πού τελειώνει όλο αυτό; Γιατί σε εμένα; Μα πώς δεν το είδαν; Γιατί δεν πρόλαβαν το κακό; Και τώρα πώς ανοίγεσαι; Πώς πιάνεις τη πληγή; Πώς τη περιθάλπεις;
Και κάπως έτσι ήρθε η ψυχοθεραπεία στη ζωή μου κι άνοιξαν ορίζοντες που δε θα άνοιγαν με άλλον τρόπο. Ήταν κι είναι ακόμη, το καλύτερο δώρο που μου έκανα. Στις πρώτες συνεδρίες περνούσα την πόρτα του θεραπευτή μου κρατώντας το «μαστiγιο» μου. Δεν έχανα ευκαιρία να με πληγώνω. Όμως μετά από λίγο καιρό κατάλαβα. Αναγνώρισα τι μου έκανα. Βγαίνοντας από μια συνεδρία σκέφτηκα ότι δεν το χρειάζομαι πια αυτό το «αξεσουάρ» κι έτσι το πέταξα μακριά. Στην επόμενη συνεδρία πέρασα κι έκατσα στον καναπέ χωρίς αυτό. Κι εκεί πια με συνάντησα πραγματικά.
Κατέληξα στο ότι η υπερανάλυση δεν είναι η κατάρα μου, όπως νόμζα. Είναι η ευλογία μου. Κατάλαβα ότι είμαι ένα χαρισματικό παιδί, που απλώς δεν πήρε τις κατάλληλες βάσεις από το σπίτι. Θα μπορούσα να ανθίσω απ’ όταν ήμουν παιδί, αλλά ο Θεός, ή μάλλον, κάποιοι άνθρωποι, είχαν σχεδιάσει να ζήσω αυτές τις καταστάσεις. Ίσως για να μην αναπαράγω και συνεχίσω αυτήν την αρρώστια που έχει κάνει κατάληψη για γενιές ολόκληρες στην οικογένειά μου.
Είμαι έτοιμη για το νέο μου ταξίδι. Έχω ήδη προσδεθεί. Η άνθισή μου καθυστέρησε, ξεκίνησε όμως τώρα και ποτέ δεν είναι αργά. Μπορεί το ταξίδι μου μέχρι τώρα να είχε φουρτούνες, μα τώρα έχεις θάλασσες γαλήνιες. Έχει μπόρες, έχει όμως και ξαστεριές. Και πού να δεις τα βουνά, τεράστια βουνά, ανηφόρες, κατσάβραχα και κακό. Αλλά η θέα ανεβαίνοντας και περνώντας με υπομονή τις κακοτοπιές, χέρι χέρι με το μικρό παιδί μέσα μου, είναι μαγική.
Ζω για αυτές τις μέρες, αλλά και για εκείνες τις δύσκολες. Μαθαίνω να με αγκαλιάζω, να με καταλαβαίνω, να κάνω υπομονή. Με κέρασαν φαρμάκι οι πιο αγαπημένοι μου άνθρωποι και δεν υπάρχει πιο οδυνηρό πράγμα απ’ αυτό. Είχα όμως και κάποιους που με κέρασαν αγάπη, πίστεψαν σε ‘μένα. Μου σκούπισαν τα δάκρυα, με πήραν αγκαλιά όταν εγώ δεν άντεχα τον ίδιο μου τον εαυτό. Μου τραγούδησαν για να με ηρεμήσουν. Και την ώρα που κοίταζα το πάτωμα μου έδειξαν ψηλά τον ουρανό. Μου κράτησαν το χέρι σφιχτά και φύγαμε μαζί για τη ζωή.
Δ. Π.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Κουτσουρά