Γράφει η Μαρία Π.
Πάντα κορόιδευα αυτούς που χωρίς να έρθουν σ’ επαφή με κάποιον, χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μία κουβέντα, ενθουσιάζονται μόνο από τα βλέμματα που ανταλλάσσουν. Και μετά ήρθες εσύ.
Πρώτη φορά με επηρεάζει τόσο πολύ ένα βλέμμα. Τι κι αν δεν ήξερα τίποτα για ‘σένα, χαράχτηκες μέσα μου μ’ ένα περίεργο τρόπο, μπήκες στις σκέψεις μου, στο μυαλό μου. Το μυαλό παίζει περίεργα παιχνίδια βλέπεις και δύσκολο να τ’ αποφύγεις.
Ώσπου σε γνώρισα και το βλέμμα σου πήρε μορφή. Δεν μπορώ να σε χαρακτηρίσω ως κάτι κατάλληλο ή όχι, μπορώ σίγουρα όμως να πω πως η στιγμή ήταν ακατάλληλη. Πόνταρα πάνω σου τη στιγμή που κανένας μας δεν ήταν σε θέση να δεσμευτεί, πήγα να πιαστώ από σένα, χωρίς να βλέπω τι πραγματικά υπήρχε. Και όχι, δεν υπήρχε έρωτας και ποτέ δε θα ήταν εφικτό να υπάρξει, οι συγκυρίες δε θα το επέτρεπαν. Υπήρχε ενθουσιασμός, κάβλα, γοητεία και θαυμασμός και όλα αυτά ήταν υπεραρκετά για να με εξιτάρουν.
Δύο κόσμοι τόσο διαφορετικοί κι όμως ο δικός σου με τραβούσε. Όσο σε γνώριζα, τόσο σε θαύμαζα. Σε έβριζα, όμως σε εκτιμούσα. Εθελοτυφλούσα στη προσπάθειά μου να φύγω από καταστάσεις που ούτε καν σε αφορούσαν.
Από κάθε κατάσταση όμως κάτι παίρνεις, κάτι μαθαίνεις και πολλά αλλάζεις. Κι εσύ μου έμαθες πολλά και ας μην το κατάλαβες. Μέσα από εσένα έμαθα να εκτιμάω κι εμένα.
Εσύ έπαιξες από την αρχή με ανοιχτά χαρτιά, μου έδειξες αμέσως τα ελαττώματά σου, τις ουκ ολίγες παραξενιές σου και κάπως έτσι με έκανες να σε θαυμάζω. Ανέκαθεν εκτιμούσα τους ανθρώπους που τα λέγανε έξω από τα δόντια. Είχες μπέσα και το απέδειξες.
Αδυναμία μου είναι οι απότομες και απρόβλεπτες αντιδράσεις σου. Πιο πολύ από όλα όμως, με τραβάει το μυαλό σου, ο τρόπος που βλέπεις τα πράγματα. Είσαι σκληρός ρεαλιστής. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη οργασμού και εσύ κατάφερες να μου ξυπνήσεις το μεγαλύτερο, τον εγκεφαλικό.
Δεν είναι όλες οι σχέσεις των ανθρώπων φτιαγμένες για να έχουν μεγάλη διάρκεια, ούτε να σου δίνουν περιθώρια να κάνεις όνειρα για κοινό μέλλον. Μαζί σου έμαθα να εκτιμάω το παρόν, να χαίρομαι και να απολαμβάνω την κάθε μικρή στιγμή, τις νυχτερινές βόλτες και τις συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων. Χάνομαι σ’ αυτές τις συζητήσεις. Λατρεύω να σ’ ακούω να μιλάς, να λες τους προβληματισμούς σου και να ελίσσεσαι σε διαφορετικά θέματα ταυτόχρονα.
Να σε παρατηρώ καθώς οδηγείς, να σε σκανάρω και να προσπαθώ να φυλακίσω κάθε λεπτομέρεια στο μυαλό μου. Τις λατρεύω αυτές τις βόλτες μαζί σου, πάντα θα ζητάω άλλη μία κι ας χάνεσαι μετά. Καμιά δε θα είναι αρκετή προκειμένου να σε χορτάσω. Δε θα σε χορτάσω.
Στην αρχή μου κακοφαινόταν που έφευγες βιαστικά και κάθε φορά που πήγαινα να δεθώ χανόσουν. Νόμιζα πως μόνο εγώ έχω φόβους και ανασφάλειες, όμως κι εσένα κάτι σε τρομάζει τελικά. Κάτι που δε σ’ αφήνει ποτέ ν’ αφεθείς. Συνήθισα στην ιδέα λοιπόν, πως κάθε φορά θα έρχεσαι, θα προκαλείς αυτό το ψυχοσυναισθηματικό πάρτι που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή μέσα μου, θα φεύγεις βιαστικά κι εγώ θα περιμένω για άλλη μία βόλτα. Και ποτέ δε θα ξέρω πότε θα είναι η τελευταία μας.
Το ξέρω πως πάντα θα φεύγεις. Άχτι το ‘χω όμως, να μείνεις μια φορά.