Άσε με να σου πω δυο λόγια έξι μήνες μετά. Τώρα που συνήλθα και πάτησα στα πόδια μου πάλι.
Όχι δε βράζω πλέον. Ξέχασε τον τύπο που σαν την άδικη κατάρα γύρναγε στην Αθήνα δύο το βράδυ, μήπως σε πετύχει πουθενά. Όχι δε σου θυμώνω για τίποτα. Μικρή είσαι παρασύρεσαι και σε δικαιολογώ απόλυτα πλέον. Μπορεί κι εγώ να σε παρέσυρα, ποιος ξέρει;
Έτσι ήμουν εγώ. Κακός πάντα. Ο αλήτης, ο ξένος, ο αδιάφορος. Αυτός που σου έπαιρνε πάντα τα μυαλά. Που ερχόταν και τα έκανε όλα μπουρδέλο για σένα χωρίς να υπολογίζει συνέπειες. Που προσπαθούσε να μην αφήσει κανέναν να μπει ανάμεσα σας. Που έμπαινε μπροστά σου και φορτωνόταν τα δικά σου λάθη φτάνει κανείς να μην αγγίξει εσένα. Ατελείωτα «που».
Μέσα σε αυτά και πούτσες μπλε.
Πήρα το τρόπαιο του «χρυσού μαλάκα» από τους δικούς σου σηκώνοντας το με δέος ενώπιον τους, βλέποντας τους να ζητωκραυγάζουν και εσένα παράλληλα απέναντι μου να παρακολουθείς αμέτοχη.
Τώρα που τους ανέφερα. Τι κάνει η μαμά; Ακόμα κρέμεται από πάνω σου; Είναι ευχαριστημένη που σε προσεξενεύουν σε κάποιον είκοσι χρόνια μεγαλύτερο σου; Ο αδελφός σου ο νταής; Δίνει κανένα φράγκο σπίτι ή περιμένει από εσένα; Ο μπαμπάς; Φεύγει ακόμα για «κυνήγι» μέσα στο καταχείμωνο με τη γκόμενα;
Χαίρομαι που κάνεις αυτό που επέλεξες ή που τουλάχιστον έτσι θέλεις να πιστεύεις. Εγώ χαρούμενη θέλω να σε βλέπω εξάλλου. Και αν αυτό σε γεμίζει πραγματικά δε μου πέφτει λόγος.
Λόγος μου πέφτει όμως όταν βλέπω αποκρύψεις στο τηλέφωνο μου και ξέρω ότι είναι από εσένα. Όταν με πιάνουν οι φίλες σου και μου λένε για μας. Όταν έρχονται φίλες της μάνας σου και μου λένε να έρθω να σε πάρω με το ζόρι. Γιατί αυτό λένε θέλεις.
Όλοι ξέρουν τι θέλεις εσύ εκτός από σένα. Αυτό ήταν το πρόβλημα μας αγάπη μου. Πάντα είχα να κάνω με το τι θα πουν οι άλλοι για μάς. Πάντα έπαιζα το ρόλο του εξορκιστή προσπαθώντας να αντικρούσω με πράξεις τα φτωχά λόγια των άλλων. Όμως κουράστηκα.
Στα δικά σου παζάρια της αμφιβολίας δεν ξεπουλάω την ειλικρίνειά μου πλέον.
Έχω τελειώσει μαζί σου και δεν υπάρχει λόγος να το κουράζεις με τηλέφωνα μηνύματα και τραγούδια στο facebook. Εξάλλου δε θα μου πήγαινε να γίνω το τρίτο άτομο στη σχέση σου με το θείο. Άσε μην πάθει καμιά καρδιά και τον έχω βάρος στη συνείδηση μου. Όχι έτσι τουλάχιστον. Δεν είσαι αυτή που ερωτεύτηκα κάποτε.
Το δικό μου μέλλον είναι στα χέρια μου. Το δικό σου το προκαθόρισαν αρπάζοντας το βίαια από σένα. Και έγραψαν με μεγάλα γράμματα: «Σε πέντε χρόνια από τώρα ένα κουτσούβελο στην αγκαλιά, άλλο ένα στην κοιλιά και εσύ με λερωμένη φόρμα από παιδικές κρέμες να ανακατεύεις φασολάδα.»
Λυπάμαι όταν βλέπω ανθρώπους να αποδέχονται τη μοίρα τους χωρίς τη διάθεση για μάχη.
Ελπίζω στη στροφή να τινάξεις τη μπάνκα στον αέρα. Και όταν το κάνεις τότε μπορείς να με πάρεις ξανά. Θα το στηρίξω μέχρι τέλους μαζί σου. Γιατί έτσι είναι η αγάπη κοριτσάρα μου, θέλει δύο. Γίνε το σπαθί και θα γίνω η ασπίδα σου. Και όσα χτυπήματα και αν δεχτώ δε θα σπάσω. Φτάνει να ξέρω ότι μάχεσαι για μας.
Μέχρι να έρθει όμως εκείνη η μέρα μη με ψάξεις. Βούλιαξε στα «πρέπει» τους να ζήσω εγώ τα «θέλω» μου.