Γράφει η Σωτηρία Παπακυριαζή.
Εκείνη ήταν μικρό κορίτσι, νήπιο, μόλις 2,5 χρόνων. Ακόμα θυμάται τη μωβ καρό βαλίτσα και τον μπαμπά της να φεύγει χωρίς καν να τους χαιρετήσει. Δύσκολα χρόνια κι ακόμα πιο δύσκολες καταστάσεις. Η μαμά της προσπαθούσε να κρατηθεί βράχος, όρθια σ’ όσα βίωνε, κι ας ήταν τόσο νέα, 21 χρόνων. Δεν επέτρεπε στον εαυτό της να κλάψει όσο την κοίταζαν τρία ζευγάρια μάτια, τα αγγελούδια της.
Η μικρή Λουίζα είχε γραπωθεί απ’ το πόδι της μαμάς και έκλαιγε μη μπορώντας να καταλάβει τον λόγο. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε την απόρριψη στο πετσί της. Τα επόμενα χρόνια η μητέρα της προσπάθησε με χίλιους δυο τρόπους να καλύψει όσα είχαν ανάγκη τα τρία της παιδιά. Ώσπου ήρθε μια μέρα δύσκολη για όλους που ο μπαμπάς της αποφάσισε να πάρει τον μεγάλο της αδερφό σπίτι. Δεύτερη φορά που η Λουίζα ένιωσε απόρριψη. Ύστερα από λίγο, ακολούθησε και η Λουίζα με τον μεσαίο αδερφό της, με τον μπαμπά να προφασίζεται πως η μαμά δεν ήταν πια σε θέση να τους φροντίσει.
Έμεναν σε ένα υπόγειο, εκείνη, τα δυο της αδέρφια και ένας ξάδερφός τους. Ο μπαμπάς της αποφάσισε να παντρευτεί ξανά θεωρώντας πως μια άλλη γυναίκα θα μπορούσε να μεγαλώσει τρία ξένα παιδιά. Μεγάλο λάθος. Η μητριά της, μπροστά στον πατέρα της έδειχνε ενδιαφέρον, αγάπη και συμπόνια για τα μικρά, όμως από πίσω του δεν τους φερόταν με τον καλύτερο τρόπο. Η Λουίζα ήταν τότε μόλις 6 ετών και τα αδέλφια της 8 και 10. Ο πατέρας της άξιος άνθρωπος στη δουλειά. Μέρα-νύχτα δούλευε για να βγάλει τα προς το ζην, νομίζοντας πως τα παιδιά του είναι σπίτι ασφαλή .
Σάκος του μποξ είχε γίνει η Λουίζα για να ξεσπάει η μητριά της κάθε μέρα. Όταν κοιτούσε τη Λουίζα την κυρίευε μια αρρωστημένη ζήλια, γιατί ήταν η μόνη από τα τρία αδέλφια που έμοιαζε στη μαμά. Η ίδια ήταν ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Τα παιδιά φοβόντουσαν την νέα γυναίκα του μπαμπά. Το φαγητό τους ήταν ελάχιστο. Μόνο για τη μητριά και τον πατέρα υπήρχε κρέας. Μάλιστα, η μητριά τους είχε το θράσος να στέλνει κάποιο από τα παιδιά να της αγοράσει υπέροχα γλυκίσματα, τα οποία έτρωγε μπροστά τους χωρίς να τους δίνει. Οι επισκέψεις στη μαμά ήταν λίγες κι όσο περνούσαν τα χρόνια ελάχιστες. Ο ξάδερφός τους έφυγε νωρίς απ’ το σπίτι. Ο πατέρας τον περισσότερο καιρό έλειπε λόγω δουλειάς.
Τα χρόνια πέρασαν αργά και καθόλου ευχάριστα. Πρώτα έφυγε ο μεσαίος αδερφός. Ήταν μόλις 18 χρονών όταν τον έδιωξαν από το σπίτι χωρίς λεφτά και χωρίς βοήθεια από κανέναν. Ευτυχώς, ο ξάδερφός τους τον βοήθησε να σταθεί στα πόδια του και να πιάσει μια δουλειά. Έπειτα από λίγο, καιρό έφυγε και ο μεγάλος της αδερφός, γιατί αρραβωνιάστηκε. Έτσι έμεινε πίσω μόνο η μικρή Λουίζα, η οποία ήταν 16 χρονών. Τον πρώτο χρόνο δεν τον θυμάται πολύ, η μνήμη της επέλεξε να τον διαγράψει. Ήταν ιδιαίτερα επώδυνος για εκείνη. Έπειτα, αποφάσισε να φύγει από το σπίτι που μόνο τη ζωή δύσκολη της έκανε. Το σχεδίασε προσεκτικά και μια νύχτα μάζεψε ό,τι μπορούσε σε δύο σακούλες σκουπιδιών και εξαφανίστηκε αφήνοντας μόνο μηνύματα στα τηλέφωνα των αδερφών της.
Ήθελε να ξεκινήσει από την αρχή. Δύσκολο όμως το παρελθόν, παραμόνευε παντού. Βρήκε έναν άνθρωπο που θεωρούσε στήριγμα. Παντρεύτηκαν κι έκαναν δυο παιδιά. Η μικρή Λουίζα παρέμενε μικρή και ας περνούσαν τα χρόνια. Φοβόταν τα πάντα, ακόμα και τη σκιά της. Δούλευε μην τυχόν και λείψει κάτι απ’ τα παιδιά της. Δεν άντεχε στην ιδέα της στέρησης. Ήθελε τα τέκνα της να έχουν όσα εκείνη ονειρεύτηκε. Φοβόταν την εγκατάλειψη, την είχε ζήσει βαθιά στο πετσί της. Φοβόταν και την απόρριψη, γι’ αυτό κάθε μέρα μετρούσε τις κουβέντες και τις πράξεις της, μην τυχόν και δυσαρεστούσε τον άντρα ή τα παιδιά της. Έφτασε να γίνει θύμα του ίδιου της του συζύγου, αλλά έπρεπε να μείνει δυνατή. Το χρωστούσε στα παιδιά της. Έφυγε.
Ξεκίνησε από την αρχή. Μόνη, γεμάτη πόνο και φόβο για το αύριο. Η καθημερινή ανασφάλεια την έφερε στα όρια της κατάπτωσης. Είχε γίνει σκληρή, μα μόνο για τον εαυτό της. Για τους γύρω είχε πάντα μια αγκαλιά ανοιχτή. Όση αγάπη της έλειψε την χάριζε απλόχερα και ήταν εκεί για όλους. Η καλοσύνη της και η ψυχολογική υποστήριξη από τους δικούς της ανθρώπους ήταν τα στοιχεία που την έκαναν να εμπιστευτεί τον εαυτό της και τις δυνάμεις της. Φυσικά, το άγχος δεν έφυγε ποτέ. Μέχρι που γνώρισε τον Μάικ. Έγινε το καταφύγιό της, η σταθερά που έλειπε από τη ζωή της. Είχε φτάσει η ώρα που θα έπαιρνε όση αγάπη είχε δώσει. Όμως το γεγονός πως είχε μάθει να ζει παρέα με το στρες πάντα την κρατούσε και θα συνεχίσει να την κρατά ένα βήμα πίσω.
Βασισμένο σε αληθινή ιστορία.