Ο ένας δεν έκανε ποτέ ότι δε γνωρίζει. Ο άλλος δεν προσποιήθηκε ποτέ ότι δεν υπάρχει. Απλά δεν είχε χώρο στις μεταξύ τους συζητήσεις όταν βρίσκονταν μαζί. Έτσι κι αλλιώς, ήταν τόσο σπάνιες οι συναντήσεις και ο χρόνος τόσο λίγος, που έμοιαζε πολύτιμος για να σπαταληθεί σε αδιέξοδες κουβέντες. Ούτε πρόθεση υπήρχε από κανέναν τους, ούτε χρειάστηκε ποτέ να μιλήσουν για το πρόσωπο με το οποίο ο ένας τους μοιραζόταν επισήμως τη ζωή του. Μέχρι εκείνη τη φορά που το τηλέφωνο χτύπησε. Απαντήθηκε χωρίς ενδοιασμούς. Χωρίς να προσπαθήσει να αποκρυφτεί κάτι· στάση ριζικά αντίθετη σε σχέση με το άτομο στην άλλη άκρη της γραμμής. Για το άτομο δίπλα όμως, ήταν ξεκάθαρο ποιος καλούσε.
Δε σηκώθηκε καν απ’ το κρεβάτι διεκδικώντας μια -απόλυτα δικαιολογημένη- ιδιωτικότητα. Δεν απομακρύνθηκε, δεν έφυγε, δεν έκανε καμία κίνηση που, ίσως, θα προστάτευε και τους τρεις. Έμεινε εκεί και μίλησε, λες και είχε στο ακουστικό γονιό και στο πλάι φίλο. Ήταν μια συνομιλία σύντομη, λακωνική και με φύση διαδικαστική, χωρίς υποκοριστικά και κτητικά, χωρίς συναίσθημα· ή με κάτι που αν υπήρχε ήταν είτε ξεχασμένο είτε καλά κρυμμένο. Μια συνομιλία που αφορούσε μια ερώτηση, μια πληροφορία που δόθηκε κι ένα γρήγορο «όλα καλά;» πριν από ένα βιαστικό «ναι, δουλειά» και το κλείσιμο της γραμμής. Και όταν το τηλεφώνημα ολοκληρώθηκε, ήρθε η επιστροφή στο άτομο που βρισκόταν στο κρεβάτι, συνεχίζοντας από εκεί που είχαν μείνει. Νομίζοντας ότι συνεχίζουν, για να είμαστε ακριβείς. Γιατί το άτομο δίπλα ήταν πια μακριά. Ακόμα κι αν εκείνη τη στιγμή κανείς απ’ τους δύο δεν το κατάλαβε, κάτι είχε αλλάξει. Ήταν η συνομιλία ο λόγος ή απλά η αφορμή; Κανείς δε θα μπορέσει να πει. Το σίγουρο είναι ότι όλα ξεκίνησαν από αυτή.
Όταν ακούστηκε η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής -και μετά την αρχική αναστάτωση- προσπάθησε να την ερμηνεύσει. Πάντα έδινε προσοχή στις φωνές. Ήταν ένα από τα παιχνίδια που έκανε στο μυαλό για τους ανθρώπους που συναντούσε, φίλους, γνωστούς, νέες γνωριμίες, ανθρώπους στα λεωφορεία και στα τρένα. Άκουγε τη φωνή και μάντευε χαρακτήρες. Υπήρχαν φωνές που ταίριαζαν με το παρουσιαστικό, άλλες που φαίνονταν τελείως παράταιρες, άλλες που πρόδιδαν στοιχεία που ίσως δεν πρόσεχε κανείς με την πρώτη ματιά. Παίζοντας, θαρρείς, έβαζε ρόλους και έδινε τίτλους, «ο κύριος αυστηρός», «η κυρία ξινή», «ο κύριος γοητευτικός», «η κυρία ονειροπόλα» και η λίστα γινόταν όλο και πιο πλούσια.
Αυτή που είχε ακούσει, λοιπόν, ήταν μια φωνή που είχε πολλούς λόγους να θέλει να χαρακτηρίσει. Το συναίσθημα επηρέαζε την κρίση και δεν μπορούσε να σχηματίσει πρόσωπο πίσω από τον ήχο, θεώρησε όμως ότι είναι μια φωνή απόμακρη στο άκουσμα. Μια από αυτές που, συνήθως, έχουν στα παιδικά οι κακές μάγισσες. Μια φωνή κοφτή, χωρίς τρυφερότητα στη χροιά, μια φωνή που μπορούσε να τη φανταστεί μόνο να φωνάζει και να τσακώνεται. «Προκατάληψη» θα μπορούσε να σκεφτεί ο οποιοσδήποτε, και μάλλον δικαίως. Κι όμως, υπήρξε βεβαιότητα πως ήταν έτσι ακριβώς. Νευρική, απότομη, λιγάκι έρρινη. «Αντιπαθητική αντικειμενικά» δήλωσε με κάποια υπεροψία. «Ακόμα καλύτερα!» θα ήταν η πιο λογική επόμενη σκέψη και μετά μια αγκαλιά με τον άνθρωπο δίπλα η πιο αναμενόμενη αντίδραση. Άλλωστε, όταν ο «αντίπαλος» είναι αντιπαθής είναι πάντα πιο εύκολο να κλείσουμε τα μάτια στο δικό μας άβολο ρόλο σε μια σχέση.
Σε αυτήν την περίπτωση, ωστόσο, συνέβη το αντίθετο. Ο τρόπος επικοινωνίας, ο ήχος της φωνής, η αδιαφορία του ανθρώπου που μίλησε στο τηλέφωνο, η στάση μετά το κλείσιμο της γραμμής -σαν να μη συνέβη τίποτα- όλα αυτά μαζί λειτούργησαν ως ένα μεγάλο καμπανάκι. «Ο άνθρωπός μου ξέρει» φώναζαν πολλές μικρές φωνούλες μέσα στο μυαλό. Γνωρίζει πώς ακούγεται η φωνή, ίσως και τι σημαίνει η παρουσία όποιου κάλεσε. Και όχι μόνο το δέχεται, αλλά επιλέγει και να μείνει. Για τους δικούς του γνωστούς ή άγνωστους, συνειδητούς ή μη, λόγους, συνεχίζει να είναι σε αυτήν τη σχέση. Όλοι σεβαστοί και αποδεκτοί, δεν τίθεται τέτοιο θέμα, οι όροι ήταν άλλωστε ξεκάθαροι εξαρχής. Κι όμως, ο κλονισμός ήρθε. Αναρωτήθηκε ποιος ο ρόλος του τρίτου σε όλο αυτό. Μήπως κρατούσε απλά ρόλο αντίβαρου και ισορροπίας σε μια σχέση που δεν πάει καλά. Ένα ευχάριστο διάλειμμα. Εύκολη η απάντηση μα όχι η σωστή, τουλάχιστον όχι πάντα. Αυτό που ένιωσε σε αυτήν την περίπτωση ήταν κάτι παραπάνω. Ένιωσε να χρησιμεύει ως παροδικό τονωτικό.
Όταν τα πράγματα παραγίνονται ρουτίνα και μονότονα, τόσο που να μη γίνονται ανεκτά, είναι τότε που εκείνος που δέχτηκε το τηλεφώνημα αποζητά μια απόδραση. Και αυτή η απόδραση είναι το τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι έρωτας, δεν είναι πάθος, είναι σανίδα σωτηρίας κι ένα φιλί ζωής σε μια επίσημη σχέση που δεν πρέπει να τελειώσει. Ρόλος δεκανίκι. Και αυτή η συνειδητοποίηση ήταν ο λόγος για να φύγει. Νωρίτερα ή αργότερα. Όχι λόγω του γκρεμίσματος μιας ψευδαίσθηση ότι θα εγκαταλειφθεί η επίσημη σχέση. Ούτε το πίστεψε ούτε το θέλησε ποτέ. Αλλά γιατί εκείνος είχε τόσο συμβιβαστεί με το γκρι στη ζωή του που όσο κι αν ήθελε να γεμίσει με χρώμα τις κοινές τους στιγμές, δε θα το κατάφερνε. Γιατί ένιωσε ότι πιο πιθανό είναι να επεκταθεί το γκρι του και να μαυρίσει και η δική τους σχέση. Γιατί ανησύχησε από την παθητικότητα και γιατί έπαψε το μυστήριό του να είναι λόγος ερωτισμού, αφού κατάλαβε ότι πηγάζει από το συμβιβασμό. Έφυγε. Γιατί ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τις επιλογές του. Και απογοητεύτηκε. Τα χρώματα δε χωρούσαν σε καμία από αυτές.