Γράφει η Δήμητρα.
Νιώθουμε, άραγε, το ίδιο; Θυμάσαι; Πιστεύω πως θυμάσαι κι ας φοβάσαι να το δεχτείς. Για τον μήνα μας, τότε που κουμπώσαμε με μια αγκαλιά, γράφω πάλι. Ένα μήνυμα ήταν αρκετό. Να βγούμε, έλεγες. Ως φοβική στην αρχή δίστασα, μετά όμως δε με ένοιαξε. Ήταν η πρώτη φορά που δε με ένοιαξε το «μετά», αλλά το «τώρα», μόνο μαζί σου.
Αδιανόητο, θα πει κανείς, μα όταν εμείς οι δυο συναντηθήκαμε ξέραμε πως δεν ήταν τυχαίο. Δυο χαρακτήρες αλλοπρόσαλλοι και μια χημεία στη μέση, τι να πει κανείς γι’ αυτή την έλξη;
Ήσουν οικείος, ένιωθα σαν να σε ήξερα καιρό, χρόνια, σαν να είχαμε ξανασυναντηθεί εμείς οι δυο. Πράγματι, ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τόσα σημάδια; Όλα ήταν αρμονικά σχεδιασμένα για να σε συναντήσω, όλα τέλεια συγχρονισμένα. Τα πάντα εύκολα, αλλά και ταυτόχρονα δύσκολα μαζί σου, οι σκέψεις να φωνάζουν, όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω μας.
Μαζί σου υπήρξα ελεύθερη, ποια σχέση; Όλα απελευθερωμένα με εμάς. Πώς διαφορετικά θα κρατούσε όλο αυτό; Εγώ φοβική, εσύ απορριπτικός, όλα γύρω μας συγχρονισμένα. Ένας δεσμός ανασφαλής. Εγώ να επιδιώκω το κάτι παραπάνω χωρίς να αντέχω κι εσύ να μην αντέχεις, γενικά, την οικειότητα. Πισωγυρίσματα, τα πάντα πέρα απ’ τις δυνατότητές μας. Όρια; Δεν υπήρχαν όρια, ξεπεράσαμε το «εγώ» μας καταπατώντας τα πιστεύω μας. Τερματίσαμε.
Είχες πει πως δεν ταιριάζουμε, πως έχουμε διαφορές κι όμως είμαστε τόσο ίδιοι που ακόμα κι εσύ φοβάσαι να το δεις. Όλο αυτό μπορεί να το αποκαλέσει κανείς «άλλο μισό», «αδελφή ψυχή», «deja vu»∙ όπως και να το πεις, αυτό είμαστε εμείς. Όπως το νιώθει κι όπως το αντικρίζει ο καθένας. Στα δικά μου μάτια ήταν κάτι δυνατό χωρίς αρχή και τέλος. Μα πώς να χωρέσουν τα όρια στην απόλυτη ελευθερία; Μόνο αρχή και συνέχεια, τίποτα το λιγότερο. Ένας δεσμός δίχως τέρμα. Όσες φορές και να παύουμε εμείς, το ξέρουμε κι οι δυο. Είσαι η απάντηση στην ερώτησή μου, το κούμπωμα εκείνο.
Πέρασε καιρός, σου είπα «φεύγω», τα περιθώρια στένεψαν, ποια πισωγυρίσματα; Εδώ δεν τερματίσαμε, σβήσαμε. Να σε δω να νιώσω πως με αγγίζεις για τελευταία φορά ούτε λόγος, δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή, είπες κι ας ένιωθα πως παίρναμε φωτιά στο άκουσμα της φυγής αυτής.
Δεν πήρες απλά φωτιά, αναζωπυρώθηκες ολόκληρος, εκείνη τη νύχτα που πονέσαμε. Ήξερες τι έκανες, πάντα ήσουν η απάντηση, το συμπλήρωμα, η φωνή για το καλύτερό μας. «Θα τα ξαναπούμε», είπες, «αλλά όχι τώρα», συμφώνησα συγκαταβατικά, βέβαια, γνωρίζοντας τι θα συνέβαινε διαφορετικά.
Έφυγα, κόψαμε επαφές. Το καλύτερό μας πάντα, αυτό κοιτούσαμε. Ήξερες τι έκανες ή μάλλον ήξεραν καλά τι μας έκαναν. Δε μας ήθελαν μαζί, ξεκάθαρα, ξέρεις γιατί; Αρχικά οι βλέψεις μας ήταν αδιάφορες, τίποτα το σπουδαίο, «άλλος ένας γκόμενος τίποτα παραπάνω» έτσι είπα, χαρακτηριστικά, πριν σε συναντήσω ή μάλλον σε ξανασυναντήσω εκείνο το πρώτο βράδυ. Πες το χημεία, πες το όπως θέλεις, γι’ αυτό δε μας ήθελαν.
Σε μια ιστορία δίχως αρχή και τέλος μη με ρωτάς, λοιπόν, για τρίτους κι αυτό πάρε το όπως αντέχεις. Το ξέρω και το ξέρεις, τα λόγια δεν περνάνε, η μοιραία αυτή έλξη δε σπάει. Δε φοβάμαι πια το τέρμα μου, να το θυμάσαι, εμείς οι δύο κάποια μέρα θα ξανασυναντηθούμε.