Γράφει η Τ. Γ..
Νομίζω πως ζεις μια από κείνες τις αμήχανες στιγμές σου. Ξέρεις πως αποφάσισα να σε εξερευνήσω, συνομολόγησες πως θα με βοηθήσεις και κάπου εδώ αντιλαμβάνομαι πως τελικά είναι πιο δύσκολο από όσο περιμέναμε και οι δύο. Τι κι αν αυτό που βλέπω είναι τόσο γοητευτικά όμορφο που δε ξέρω πώς να το εκφράσω. Πίσω από κάθε μου κοίταγμα υπάρχει ένα γιατί; Και τελικά ανακαλύπτω εσένα, όχι από όσα θα έπρεπε να ρωτήσω, αλλά από όσα κουβαλάς πάνω σου.
Τα μαλλιά σου έχουν αρχίσει να γκριζάρουν κι ίσως να μην το είχα προσέξει από την αρχή. Τα μάτια σου ξέρεις ότι τα αγαπώ. Σου το είπα από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα. Μοιάζουν με λίμνη που κανείς δεν ξέρεις το βάθος, τα όριά της. Κι αλλάζουν με κάθε διάθεσή σου. Λάμπουν όταν γελάς και σκοτεινιάζουν όταν είσαι θλιμμένος. Και ‘γω με τύχη κι ατυχία, έχω καταφέρει να τα δω σε όλες τους τις εκφάνσεις.
Λένε πως οι άνθρωποι που αγαπιούνται πολύ μοιάζουν μεταξύ τους. Κι ίσως τελικά να έχουν ένα δίκιο, τώρα που μας κοιτάζω. Αλήθεια, υπάρχει ποτέ περίπτωση να αντιλαμβάνεσαι τον έρωτα τόσο δυνατά και να βρίσκεις ατέλειες; Δε νομίζω. Και το ίδιο συμβαίνει και μαζί σου.
Νιώθεις αμήχανα. Κι αυτό γιατί όσο σε παρατηρώ ρωτάω. Γιατί έχεις αυτά τα τατουάζ; Στον λαιμό σου δυο πουλιά. Και ‘συ μου λες, για το κάθε ένα από αυτά μια ιστορία. Τη δική σου ιστορία. Κι ίσως τελικά οι άνθρωποι να μη χρειάζονται να πιέζουν με ερωτήσεις για να μάθουν, αλλά να παρατηρούν και να αφήνουν τον χρόνο να δίνει τις απαντήσεις σε κάθε κοίταγμα. Τα πουλιά επιστρέφουν πάντα στον τόπο τους. Και οι άνθρωποι που αγαπάς θέλουν να επιστρέφουν κοντά σου. Και ‘κείνο το υπέροχο αγγελικό πρόσωπο στο τατουάζ του αριστερού σου χεριού, θυμίζει ό,τι το πιο όμορφο έχεις δικό σου. Και γελάω γιατί ακόμη προσπαθώ να ανακαλύψω και να μπω στη φιλοσοφία από το τατουάζ στο δεξί σου χέρι. Μάταιο να το καταλάβω. Θα το αφήσω ως μυστικό σου.
Είσαι σαν τα παιδιά που δε μεγαλώνουν ποτέ. Το σώμα σου είναι μικρά ή λίγο μεγαλύτερα σημάδια· όπως εκείνο από το σκυλί που σε δάγκωσε όταν ήσουν μικρός κι εκείνα τα διάσπαρτα, επειδή χτυπάς σε όποια γωνιά βρεθεί στον δρόμο σου. Αγωνιώ για τα τσιμπήματά σου που γίνονται μικρές πληγές που δε φροντίζεις, όσο και να φωνάζω. Και θέλω να σε περιποιηθώ, να στα πάρω, να τα εξαφανίσω. Και’ κείνα τα εξανθήματα στους αγκώνες σου που τα κουβαλάς πάνω σου χρόνια.
Ξέρεις τι αγαπώ σε μας τους δυο; Την ελευθερία που έχουμε να ανακαλύπτουμε καθημερινά τα σώματά μας. Την άνεση να είμαστε τόσο ανυπόφορα υπέροχα εξοικειωμένοι μεταξύ μας. Την οικειότητα που πηγάζει από τον έρωτά μας. Κι αυτό δε χρειάστηκε να το δουλέψουμε, να το συζητήσουμε, να το προσπαθήσουμε. Ήταν αυθόρμητο. Και τώρα γελάμε που ζητάω να σε ψάξω, να σε ανακαλύψω.
Μα αν κλείσω τα μάτια μου, ξέρω ακόμη και τον τρόπο που ανακατεύεις τα μαλλιά σου κάθε φορά που τα λύνεις. Ξέρω πώς είναι οι ανάσες σου όταν κοιμάσαι και πώς περπατάς όταν είσαι κουρασμένος, όταν βαριέσαι ή όταν τρέχεις στο ψυγείο να μου φέρεις την αγαπημένη μου γεύση παγωτού καφέ. Για αυτές όλες τις μικρές λεπτομέρειες που συνθέτουν εσένα θα μπορούσα να γράψω χιλιάδες λέξεις. Δε νομίζω ότι θα χρειαστεί. Μου φτάνει που ξέρω εγώ και ‘συ.
Κι αυτή η εξερεύνηση δε θα μας κάνει ποτέ δυο συνηθισμένους απλούς ανθρώπους που θα νιώθουν αμηχανία, χαλαρότητα, βαρεμάρα. Θα μας γεμίζει με πόθο, λαχτάρα κι αγάπη για κάθε τι καινούργιο που αλλάζει στο σώμα μας. Λένε πως αν δε φας, αν δε κοιμηθείς κι αν δε γνωρίσεις το σώμα του άλλου δεν μπορείς να ζήσεις μαζί του. Και ‘γω πια είμαι σίγουρη για σένα.
Αφιερωμένο σε όλα εκείνα που κουβαλάς πάνω σου και συνθέτουν εσένα. Σ’ ευχαριστώ που μ’ αφήνεις να τα γνωρίζω.