Γράφει η Άννα.
Μια απλή, καθημερινή μέρα ήταν για εμένα. Βασικά όχι, ψέματα. Εκείνη τη μέρα ένιωθα κάπως και δεν ήξερα γιατί. Ξύπνησα με μια πιο εύθυμη διάθεση, μ’ ένα στραβό χαμόγελο στα χείλη. Πήρα τα πράγματά μου και ξεκίνησα για το Πανεπιστήμιο. Όντας απρόσεκτο ον, επιχείρησα να περάσω τη διάβαση χωρίς να κοιτάξω – ήταν που είχα και χαρούμενη διάθεση . Τότε ήταν που ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει με δύναμη πίσω.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο βρισκόμουν στην αγκαλιά του Θεού-σωτήρα μου. Πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του και με ρώτησε αν είμαι καλά. Χάθηκα στα μάτια του στην κυριολεξία. Ένα βαθύ μπλε. Αυτό το μπλε που με βασανίζει μέχρι και σήμερα. Χωρίς πολλά λόγια, ήρθε μαζί μου μέχρι την τάξη όπου είχα μάθημα, κι ας είχε κι αυτός στην άλλη πλευρά του Πανεπιστημίου, κι ας είχε αργήσει. Με ρώτησε πότε έχω διάλειμμα κι αν θέλω να πάμε για καφέ να γνωριστούμε καλύτερα.
Η επόμενη ώρα μας βρήκε στην καφετέρια του Πανεπιστημίου, να χαζογελάμε. Όπως ήταν φυσικό, κανένας απ’ τους δύο δεν πήγε μάθημα. Μου άρεσε που είχα αυτό το σφίξιμο στο στομάχι όταν του μιλούσα, αλλά απ’ την άλλη είχα μια άνεση μαζί του. Να πάρει , ο τύπος λίγη ώρα πιο πριν μου είχε σώσει τη ζωή. Δε γίνεται να συνέβη τυχαία όλο αυτό.
Νιώθαμε μια οικειότητα μεταξύ μας και το καταλάβαμε κι οι δύο. Αρχίσαμε να βγαίνουμε πιο συχνά, να φλερτάρουμε, να μιλάμε συνεχώς, να είμαστε μαζί όλη μέρα στο Πανεπιστήμιο. Είχα πάθει πλάκα πόσο μου έλειπε, όταν δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε ή να βρεθούμε. Είχα πέσει στα δίχτυα του τελικά. Αποφασίσαμε να είμαστε μαζί. Δεν το έχω μετανιώσει καθόλου. Ήταν οι πιο ευτυχισμένοι μήνες της ζωής μου.
Ξυπνούσα ανυπομονώντας να τον δω, να τον αγκαλιάσω. Περίμενα πώς και πώς να με χώσει στην αγκαλιά του, φιλώντας με προστατευτικά στο μέτωπό μου. Οι νύκτες μαζί του ήταν πέρα από ρομαντικές και φανταστικές. Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν τι μοιραζόμασταν.
Ήταν οι δικές μας στιγμές. Αυτές που εμείς χαράξαμε. Οι δικές μας ανεξίτηλες αναμνήσεις. Ήταν ο άνθρωπός μου κι εγώ ήμουν το οξυγόνο του. Τα μοιραζόμασταν όλα. Κι ειδικότερα τις δύσκολες στιγμές στην οικογένειά του. Βέβαια, ποια οικογένεια δεν έχει προβλήματα; Τα προβλήματα όμως έβγαιναν έξω απ’ το σπίτι του κι ένιωθε ένα βάρος. Κάτι που συχνά τον θύμωνε και ξεσπούσε πάνω μου. Δε με ενοχλούσε αυτό, εξάλλου γι’ αυτό ήμουν το στήριγμά του.
Ενοχλούσε όμως τις οικογένειές μας αυτό. Τη δικιά του, γιατί μια ξένη ήξερε τα προβλήματά τους και τη δικιά μου, γιατί με έβρισκαν να κλαίω μες τα μαύρα μεσάνυχτα όταν προσπαθούσα να βρω λύσεις στα προβλήματά του. Αυτό ήταν που άρχισε να χαλά τη σχέση μας. Οι ωραίες μας στιγμές, άρχισαν να επισκιάζονται απ’ τα προβλήματά του και τα νεύρα του. Μέχρι που με κάλεσε η μητέρα του να τα πούμε.
Το ήξερα πως δε μου είχε ιδιαίτερη συμπάθεια, δεν ήταν κάτι που το κρατούσε κρυφό. Ήταν η πρώτη φορά όμως που την είδα τόσο σοβαρή. Μου ζήτησε να χωρίσω, να αφήσω το γιο της ήσυχο, να σταθεί στα πόδια του μόνος του. Μα πώς τολμούσε να μου ζητάει κάτι τέτοιο; Το ίδιο της το παιδί δε σκέφτηκε; Και πώς να τον αφήσω; Αφού δεν μπορώ, δεν έχω τη δύναμη να το κάνω. Πώς μου ζητάει να πληγώσω το μόνο άνθρωπο που αγάπησα όσο τίποτα άλλο;
Το έκανα. Κι ας ήταν το χειρότερο λάθος που έχω κάνει ποτέ. Τον χώρισα με τον πιο βασανιστικό τρόπο που υπάρχει. Τον άφησα να πιστεύει πως κάποιος άλλος μπήκε στη ζωή μου. Αυτό γαμώτο με σκότωσε, αλλά διάολε έπρεπε. Έπρεπε να τον αφήσω να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς εμένα. Πίστευα ότι με τον καιρό θα ξεχνούσαμε κι οι δύο. Μα όχι. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να ξαναϊδωθούμε, μέχρι εκείνη τη μέρα που τα βλέμματά μας συναντήθηκαν. Περίμενα πως θα με κοιτούσε με περιφρόνηση, έστω με θυμό. Αλλά όχι. Με κοίταξε και μου χαμογέλασε.
Αυτό με σκότωσε. Γι’ αυτό το χαμόγελο ζούσα. Κοίταξα κάτω για λίγη ώρα κι όταν ξανασήκωσα το κεφάλι δεν ήταν εκεί. Τον έψαξα για λίγο, αλλά δεν τον βρήκα.
Ξεκίνησα για να πάω στο αυτοκίνητό μου, όταν χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα κολλημένη στον τοίχο κι αυτός να με κρατάει και να με κοιτάει στα μάτια. Δε λέγαμε τίποτα, μόνο ακούγαμε τις βαριές ανάσες μας. Του χάιδεψα το πρόσωπο κι αυτός το έγειρε προς το χέρι μου. Τα μέτωπά μας ήρθαν σε επαφή. Πήγε να με φιλήσει μα εγώ έκανα πίσω, δεν έπρεπε. «Έλα να ξαναείμαστε μαζί» μου είπε. «Δεν μπορούμε, όχι τώρα. Στο μέλλον μπορεί, μα όχι τώρα, σε παρακαλώ, άσε με να φύγω» του απάντησα.
Έκανε ένα βήμα πίσω, με κοίταξε βαθιά με τα μπλε του μάτια και μου είπε: «Για κάποιο λόγο η μοίρα ήθελε εμένα να σε σώσω και να είμαστε μαζί. Για κάποιο λόγο ήρθες στη ζωή μου. Την επόμενη φορά που θα σε δω, πίστεψέ με δε θα σ’ αφήσω να μου φύγεις. Δεν ξέρω πότε θα έρθει αυτή η στιγμή, ούτε σε τι φάση θα είμαστε, μα εγώ δεν πρόκειται να σε αφήσω».
Πήγα κοντά του, τον φίλησα για τελευταία ίσως φορά, τον αγκάλιασα σφιχτά και του είπα «εις το επανιδείν μωρό μου, θα σε περιμένω στο μέλλον». Κι έφυγα.
Ναι μωρό μου, θα τα ξαναπούμε. Όταν έρθει όμως η κατάλληλη στιγμή. Θα ξαναείμαστε μαζί, σου το υπόσχομαι αγάπη μου.