Γράφει η Έλσα Π.
Χρόνια ψάχνω να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να μιλήσω για σένα. Μα όσο κι αν έψαξα, δεν τις βρήκα. Κανένα λεξικό δε γράφτηκε, καμιά λέξη δε γεννήθηκε που να μπορεί να σε περιγράψει! Βλέπεις, κανένας ανθρώπινος νους δε σκέφτηκε κάτι τόσο τρομακτικό, κάτι τόσο κακό, κάτι τόσο σαν εσένα!
Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν άδικο να μη μιλήσω για σένα. Θα πρέπει να ξέρει ο κόσμος τι «άνθρωποι» υπάρχουν εκεί έξω. Άνθρωποι προς αποφυγή! Θα πρέπει οι επιστήμονες να ερευνήσουν την περίπτωσή σου, για να πάνε ένα επίπεδο παραπάνω, ίσως και να φτάσουν στο ζενίθ της καριέρας τους! Μα πάνω απ’ όλα, θα ήθελα κάπως έτσι να σε ξορκίσω. Να βγάλω εσένα και τα σημάδια σου έξω από μένα! Να μη με βαραίνεις πια…
Κάπως αλλιώς τη φανταζόμουν αυτή τη στιγμή. Ήθελα να τα πω όλα στον επικήδειο λόγο που ονειρευόμουν να βγάλω για σένα! Όμως, σήμερα κινδύνεψα και τρόμαξα μήπως δεν προλάβω. Γι’ αυτό η βιασύνη μου…
Σε μισώ -και δεν ντρέπομαι να το πω! Κι είσαι πολύ τυχερή. Γιατί εγώ φροντίζω ακόμα κι ό,τι μισώ. Αγαπώ ακόμα και μες στο μίσος μου. Γιατί από φόβο μη σου μοιάσω δε θα έβλαπτα ποτέ κανέναν!
Γεννήθηκα από σένα, όμως, θα ήταν βέβηλο να σε φωνάξω «μάνα». Θα ήταν προδοσία για την ίδια τη λέξη! Πόσες φορές ευχήθηκα να με είχες υιοθετήσει! Δεν ήθελα να κυλάει το ψυχρό σου αίμα στις δικές μου φλέβες μου.
Ήμουν 11 χρονών. Ένα παιδάκι του δημοτικού. Ένα στρουμπουλό κορίτσι 11 χρονών! Αθώο και χαμογελαστό. Ο θείος μου, υδραυλικός στο επάγγελμα, ήρθε κάτι να φτιάξει. Το σπίτι μας, τεράστιο, να ‘χεις να στριφογυρίζεις την κακία σου και τη μοναξιά σου στα τόσα πολλά τετραγωνικά. Πήγα να δω πώς θα φτιάξει εκείνο το καζανάκι που έσταζε όλη μέρα. Μείναμε οι δυο μας, σ’ εκείνο τον όροφο δεν ήταν κανείς άλλος. Ασέλγησε πάνω μου κι εγώ κατάφερα να του ξεφύγω. Φώναζα, μα δε μ’ άκουγες. Έτρεξα κοντά σου και σου τα είπα όλα, με την τρεμάμενη παιδική μου φωνή. Εσύ, σαν να μην άκουσες τίποτα, συνέχισες το πλύσιμο των πιάτων στην αποστειρωμένη σου κουζίνα. Το βράδυ, ήρθες να με βάλεις για ύπνο, με ρώτησες για όσα σου είπα λίγο νωρίτερα. Σου τα είπα όλα με το νι και με το σίγμα. Εσύ μου φώναξες, με χτύπησες! Είπες ότι εγώ φταίω για όλα, που δεν έμεινα κοντά σου! Μου είπες να μην τολμήσω να πω τίποτα και σε κανέναν, να μην τολμήσω να στεναχωρήσω τον μπαμπά μου!
Το κράτησα μέσα μου για πολλά χρόνια. Μαζί με όλες τις ενοχές που φέρει η λέξη «φταις», μαζί με όλα τα θέματα που απέκτησα με τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τις γιορτές, το αντίθετο φύλο. Ξύπνησα ένα πρωί, ένας ώριμος ενήλικας τραυματισμένος, προδομένος, μικρός…
Στον πρώτο μου έρωτα –κάτι που έμαθες διαβάζοντας κρυφά το ημερολόγιό μου-–, με αποκάλεσες «πουτάνα», γιατί τώρα που έδωσα ό,τι πολυτιμότερο είχα, όσο και να με προικίσεις, δε θα φτάνει για να μου βρεις γαμπρό! Πάλι δε μίλησα. Έκλαιγα και μισούσα τον εαυτό μου. Κι εκείνους τους άντρες πιο πολύ. Ορκιζόμουν ότι θα τα καταφέρω όλα μόνη μου. Χωρίς γαμπρούς, χωρίς γάμους και πανηγύρια. Ξέρεις τι φοβόμουν πιο πολύ; Μη γίνω σαν εσένα! Την έβλεπα τη δυστυχία σου από μακριά.
Πέρασε κι αυτό και πάει. Σε δικαιολογούσα, σε αγαπούσα. Σε ζητούσε το παιδί μέσα μου κι εσύ συνεχώς μου ‘κλεινες την πόρτα στα μούτρα! Κι εγώ εκεί, δεν το ‘βαζα κάτω. Ένα παιδί με περισσή αγάπη και πίστη. «Τίμα τον πατέρα και τη μητέρα σου». Κι εσύ, πάντα ίδια: ακυρωτική, αρνητική, γεμάτη εγωισμό, κακία και μίσος. Στενόμυαλη. Μια μητέρα λάθος!
Ήθελα πολύ να γίνω μαμά! Να δώσω όλη μου την αγάπη, να δώσω και την αγάπη που δεν πήρα, αλλά την είχα φανταστεί. Θα σκέφτομαι συνέχεια εσένα και θα γίνομαι καλύτερη, παραδεχόμουν στις πιο κρυφές μου σκέψεις. Θα πετύχαινα, γιατί θα τα έκανα όλα αντίθετα από σένα! Κι επειδή μ’ αγαπάει ο Θεός, σίγουρα παραπάνω απ’ ό,τι εσύ εμένα, απέκτησα κι εγώ παιδί. Ένα παιδί, που φροντίζω όταν σκέφτεται τη λέξη «μαμά», τουλάχιστον, να μη νιώθει όπως εγώ…
Πολύ σύντομα χώρισα από έναν άνθρωπο που προσπαθούσε να με κάνει σαν εσένα! Έμεινα μόνη, μ’ ένα μωρό στην αγκαλιά. Σε πήρα τηλέφωνο. Σου ζήτησα μια αγκαλιά, τίποτα άλλο. Μου έκλεισες το τηλέφωνο στα μούτρα. Δε θυμάμαι να μου έκανες ποτέ αγκαλιά! Δε θυμάμαι να με φίλησες ποτέ! Μόνο κάνα δυο χάδια, που ήταν στην πραγματικότητα μια εντριβή με vicks, επειδή ήμουν άρρωστη.
Το διαζύγιό μου φάνταζε στα μάτια σου ως η καταστροφή του κόσμου. Δεν το βαστούσε το «εγώ» σου, ότι θα χώριζε το δικό σου το παιδί και τι θα πει ο κόσμος! Από τότε, κήρυξες πόλεμο εναντίον μου. Πόλεμο σε όλες τις εκφάνσεις του: οικονομικό, κοινωνικό, δικαστικό. Κι όταν είδες ότι πάντα στο τέλος νικάει το καλό, έφτιαξες νέο πλάνο. Άπλωσες το χέρι σου και με τράβηξες κοντά σου. Θα ήταν αστείο να πιστέψω στη μετάλλαξή σου. Κι οδυνηρό. Αν και δεν με έπεισες, ακολούθησα. Για να μη γίνω σαν εσένα…
Και τότε αποφάσισες να στρέψεις εναντίον μου το παιδί μου! Μάλλον κάπου στο βάθος του αρρωστημένου σου μυαλού, υπολόγισες ότι δε θ’ αντέξω και θα φύγω. Θα φύγω, μαμά -αλλά όχι όπως νομίζεις. Θα φύγω μαζί με το παιδί μου.
Γιατί όσο κι αν μ’ επηρεάζεις, δε μοιάζω μαζί σου! Ευτυχώς…