Γράφε η Θάλεια Α.
Πέρασαν κιόλας επτά μήνες από τότε που συναντηθήκαμε μόνοι εμείς οι δυο. Χωρίς τρίτους και περιττούς. Χωρίς παρεμβολές. Δεν ξέρω, ίσως είναι και λιγότεροι ή περισσότεροι. Δε μετρούσα ποτέ το χρόνο μαζί σου γιατί δεν ήξερα από πού άρχιζε αυτή η σχέση και πού τέλειωνε. Για ‘σένα είχε σίγουρα τελειώσει πολύ πριν. Ίσως και να μην άρχισε καν.
Οι ζωές μας άλλαξαν και μαζί τους τα σκηνικά κι οι άνθρωποι. Για σένα η απώλεια μικρή, για ‘μένα τεράστια. Έχασες εμένα και κέρδισες άλλα τόσα. Έχασα εσένα και έχασα άλλα τόσα.
Και σκεφτόμουν σήμερα αν έχει απομείνει κάτι που να θυμίζει εμάς τους δυο. Μια απόδειξη που να λέει ότι κάποτε νοιαστήκαμε ο ένας για τον άλλο, ότι υπήρξαμε μαζί.
Και τότε θυμήθηκα αυτή τη φωτογραφία. Τη μοναδική που είμαστε μαζί. Ποζάρουμε στο φακό, με κρατάς απ’ τη μέση. Είμαι χαρούμενη, έχεις μια γλυκάδα στα μάτια. Δεν ξέραμε και πολύ καλά ο ένας τον άλλο τότε και τελικά ποτέ δε μάθαμε ποτέ ο ένας τον άλλο κι ας γνωριζόμαστε χρόνια.
Ίσως βέβαια και να μάθαμε και γι’ αυτό δεν προχωρήσαμε. Δεν ήμουν αυτό που έψαχνες, δεν ήσουν αυτό που έψαχνα, όμως, χαζούλη, σε αγαπούσα. Στοιχηματίζω πως καμία δε σε ήθελε ποτέ όσο εγώ. Ακόμα σε αγαπώ κι ας φοβάμαι τόσο. Πόσο θέλω να το πιστέψεις αυτό…
Και τώρα που χαζεύω αυτή τη φωτογραφία, σκέφτομαι πως γαμώτο ταιριάζαμε πολύ, ήμασταν ωραίο ζευγάρι, πώς φτάσαμε εδώ; Είναι παλιά η φωτογραφία, όμως, δεν αλλάξαμε και πολύ. Πώς τα κάναμε έτσι; Θα μπορούσαμε να ήμασταν καλά, να ήμασταν ακόμα μαζί. Είχαμε ακόμη τόσες στιγμές να μοιραστούμε. Γιατί γίναμε εχθροί; Γιατί αφήσαμε τη σιωπή να μας χωρίσει, γιατί δε βρήκαμε λύσεις; Μήπως τελικά δεν υπήρχε λύση ή μήπως πρέπει να χωνέψω ότι απλά δεν ήθελες να προσπαθήσεις;
Τώρα που την κοιτάζω καλύτερα, μοιάζουμε και λίγο. Έχουμε τα ίδια μάτια και μια κοινή φυσιογνωμία. Πάντα έλεγες ότι μοιάζουμε ως χαρακτήρες και σου απαντούσα «καθόλου». Όμως εξωτερικά μοιάζουμε κάπως, ναι.
Τι θα σκεφτόσουν άραγε αν έβλεπες τώρα τη φωτογραφία αυτή; Στην είχα στείλει μια φορά. Δεν την είχες και μάλλον ούτε τώρα την έχεις. Θα την έχεις σβήσει από τα αρχεία σου για να μην κρατήσεις τίποτα δικό μας. Κανένα στοιχείο που να προδίδει τι νιώσαμε κάποτε, τι υπήρξε ανάμεσά μας, τι ήμασταν ο ένας για τον άλλον.
Εγώ, όμως, θα την κρατήσω για πάντα, θα τη φυλάξω σ’ ένα κουτί με αναμνήσεις. Είναι ό,τι μου έχει απομείνει από εμάς κι ας το κρατάω μόνο εγώ, δεν πειράζει. Ίσως κάποτε καθίσεις δίπλα μου ξανά και τότε θα ανοίξω το κουτί και θα στη δείξω. Θα τη σχολιάζουμε και θα γελάμε, θα σκεφτόμαστε πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια…
Επιμέλεια Κειμένου: Πωλίνα Πανέρη