Γράφει ο Σίμος Η.

 

Έκλεισα τα παραθυρόφυλλα, κλείδωσα τις πόρτες, έβαλα το κινητό στο αθόρυβο κι έμεινα για άλλη μια μέρα στο κρεβάτι. Δεν είχα όρεξη φέτος ν’ ακούσω τις ευχές κανενός, λες και πιάσανε τόπο τόσα χρόνια, που κάθομαι και τις ανταποδίδω κιόλας.

Λένε πως σε μια σχέση δυο ανθρώπων πάντα ο ένας νιώθει περισσότερα, όμως μέρα με τη μέρα που περνά καταλαβαίνω πως εσύ δεν ένιωθες τίποτα. Το ξέρω, αφού μου το ‘χεις επιβεβαιώσει απ’ τις πράξεις σου, έστω κι άθελά σου, γνωρίζοντας καλά πόσο σ’ αγαπώ.

Έμαθα μετά από καιρό πως απομακρύνθηκες απ’ τους τοξικούς ανθρώπους της ζωής σου, όπως σε είχα συμβουλέψει πριν φύγω, που σημαίνει ότι ήξερες πως στο έλεγα από ενδιαφέρο και μόνο. Είμαι σίγουρος ότι έχεις κρατήσει όλες τις συμβουλές μου και τις θυμάσαι, ακόμα κι αυτή με το βαγόνι στο μετρό που έχει πάντα το λιγότερο κόσμο.

Λυπάμαι που ψάχνεις πίσω απ’ τις οθόνες απαντήσεις και λέξεις για να πιαστείς, λυπάμαι για την εποχή αυτή επίσης, που προστάζει τους αποχωρισμούς με μπλοκ, φραγές και κρυφά νοήματα πίσω από ποσταρίσματα. Αν είχες το θάρρος απλά να με αντικρίσεις θα ήξερες τα πάντα, ότι όλο αυτόν τον καιρό το παράπονό μου το κουβαλάω πάνω μου, καρφιτσωμένη δημοσίευση στην έκφρασή μου.

Επειδή δεν μπορώ να τα λέω στα σόσιαλ μίντια βρίσκω αγνώστους στα μπαρ και πίστεψέ με είναι πολλοί αυτοί που έχουν ακούσει για εσένα, για το πόσο πίστευα πως είσαι η μοναδική. Κι αν σου μπήκαν σκέψεις μήπως βρίσκω κι άγνωστες, βρίσκω, ναι, μόνο που αυτές τις λυπάμαι περισσότερο.

Η βραδιά τις προάλλες, για παράδειγμα, ήταν ένα φοβερό deja vu, μια χιλιοπαιγμένη ταινία –Φτηνά τσιγάρα σε θερινό σινεμά των Αθηνών, ας πούμε–, μια κατάσταση που ήξερα πως θα τελειώσει πριν καν αρχίσει.

Εγώ μόνος, η άγνωστη με προσέγγισε, ήπιαμε μια μπίρα παρέα εκείνο το βράδυ και την επόμενη με βρήκε πάλι στο ίδιο μαγαζί. Άκουσε τα πάντα για εσένα, όλα τα παράπονά μου, της είπα πως είμαι μόνος κι απλά ήθελα παρέα γιατί οι φίλοι μου λείπουν σε δουλειές και διακοπές κι εσύ μ’ έχεις αφήσει. Νόμιζε ότι της έκανα πλάκα όταν της έλεγα «ρώτα με όσα περισσότερα θες σήμερα, γιατί δε θα έχεις ξανά την ευκαιρία».

Μια άγνωστη με βρήκε σε μια μέρα, σκέφτηκα, εσύ δεν μπορείς σχεδόν τρεις μήνες; Στο ίδιο μπαρ πηγαίνω πάντα άλλωστε, απλά δε θα ‘θελες.

Τι άλλο να σου πω, πως σ’ αγαπώ; Αφού το ξέρεις, πως δεν αντέχω με καμία; Κι αυτό το ξέρεις, όπως κι ότι σε ονειρεύομαι τα βράδια. Ότι θα βρω τη δύναμη να έρθω για οτιδήποτε όταν μου το ζητήσεις; Να κάνω άλλη μια μέρα σαν υστερικός, πως θα τα διαλύσω όλα αν δε μου πεις πού είσαι και πως δεν αντέχω άλλο; Όλα αυτά τα ξέρεις. Κι αυτό είναι που με πληγώνει περισσότερο.

Πυρ, γυνή και θάλασσα, μου λέει κάθε καλοκαίρι η γιαγιά στη Νάξο και πως όταν ποντάρεις σε κάποιον πολλά θα χάσεις και πολλά. Θα πάω να την βρω σε λίγες μέρες, μόνο που αυτή τη φορά δε θα επιστρέψω το φθινόπωρο στην πόλη.

Θ’ αγαπήσω τον εαυτό μου φέτος.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη