Γράφει η Ελπίδα Ιωάννου.
Τα μέλη μου μουδιασμένα ακόμη από το επτάωρο βασανιστήριο του καθισιού στην άβολη καρέκλα του ΚΤΕΛ και η ζεστή αγκαλιά της μαμάς, που όπως κάθε φορά κουτρουβάλησε στα σκαλοπάτια για να με υποδεχτεί, αποδείχτηκε βάλσαμο.
Χάδια στα μαλλιά, φιλιά γλυκά, αγκαλιές κι όλη η εκείνη η ιεροτελεστία των ερωτήσεων που μόνο όσοι έκαναν φοιτητές μακριά από το σπίτι ξέρουν απ’ έξω κι ανακατωτά.
Με τη διαβεβαίωσή μου πως το τρώω όλο το φαγητό μου και πως χαίρω άκρας υγείας, τέλειωσε το «δράμα». Η μαμά ξεκρεμάστηκε από πάνω μου, που τότε την περνούσα ήδη δυο κεφάλια και μου επέτρεψε να αφήσω το κεφαλόσκαλο για τα ενδότερα, του πατρικού μου.
Πρώτη στάση, όπως πάντα, το κοριτσίστικο δωμάτιο που άφησα πίσω μου.
Ανέγγιχτο από το χρόνο. Το κρεβάτι στρωμένο με μυρωδάτη κουβέρτα. Το ροζ μωβ χαλί της εφηβείας μου στη θέση του. Τα μπιμπελό που τώρα μου μοιάζουν τόσο μα τόσο κιτς αριστοτεχνικά τοποθετημένα σε σημεία στρατηγικά. Το ταβάνι γεμάτο με ένα φωσφορίζων σύμπαν από τον καιρό που αγάπησα τον Μέλιο του Λουντέμη και ήθελα με τη σειρά μου να γίνω ένα παιδί που να μετράει τ’ άστρα. Η ξύλινή μου βιβλιοθήκη ξέχειλη από τις σελίδες των βιβλίων που με προετοίμαζαν για χρόνια να γίνω εκείνο που είμαι σήμερα. Και το καλύτερο; Παιχνίδια, όσα τουλάχιστον άντεξαν στη μανία της αταξίας μου, παντού στο χώρο να θυμίζουν πως στο δωμάτιο αυτό κάποτε μεγάλωνε ένα κοριτσάκι μεν, τζαναμπέτικο δε.
Όχι, δεν υπερβάλω, ούτε θέλω να έρθεις ρε φίλε να μου πεις «σώπα σώπα καλό κορίτσι είσαι». Ξέρω ακριβώς με ποιον εαυτό έχω να κάνω κάθε μέρα κι αν ο καθρέφτης ενίοτε αποδεικνύεται παραμορφωτικός, η επιστροφή στο δωμάτιο των ωραιότερων στιγμών λέει τις πιο μεγάλες αλήθειες. Πικρές μα και χαρούμενες. Όπως, τέλος πάντων, τις πάρει κανείς.
Και θα στο εξηγήσω αμέσως. Στην καλά κρυμμένη κούτα στο βάθος της ντουλάπας μου, βρίσκεται σε θραύσματα, σαν εκείνα που αφήνουν στα παράθυρα των σπιτιών τα αεροπλάνα που πετούν χαμηλά, η μεγάλη αλήθεια για τη νοικοκυροσύνη μου.
Σπασμένα πιατάκια, ξεκολλημένα χερούλια από πορσελάνινα φλιτζάνια, τρία κουταλάκια από αρχικό σετ των δώδεκα και μια αναποδογυρισμένη τσαγιέρα, συνθέτουν ό,τι απέμεινε από το μοναδικό παιδικό σερβίτσιο που μου αγόρασαν κάποτε. Πικρή για τη μαμά ή για όποιον κληθεί αργότερα να με φέρει στο μυαλό του ως «δούλα και κυρά» του σπιτικού του, η αλήθεια. Νοικοκυρά; Last year ή σε άλλη ζωή καλύτερα.
Θα μου πεις τώρα, αφού με τα κουζινικά δεν τα πήγες ποτέ καλά γιατί φυλάς τα «αποκαΐδια» και τα ανασύρεις πρώτα πρώτα; Ιεροτελεστία, αγάπη μου. Κομμάτι του εαυτού μου κι αυτά κι όπως σου προείπα χαρακτηριστικό του ποια είμαι σήμερα.
Κι αφού ξανάβαλα την κούτα, στη θέση της, έπιασα να χαζεύω τα άλλα μου παιχνίδια.
Ένα σπιτάκι που όσο κι αν προσπάθησαν τα παιδικά μου χεράκια δεν κατάφεραν να στριμώξουν τα λέγκο ώστε να μοιάζει με κάστρο, κάτι πλεϊμομπίλ Ινδιάνους που έχασαν χέρια ή πόδια στη μάχη με τους καουμπόηδες του αδερφού μου και λίγο πιο πέρα το μάτι μου κάτι ξύλινο.
Το τράβηξα με προσοχή και μόλις μου αποκαλύφθηκε μια κραυγή χαράς έφερε τη μαμά στην πόρτα. «Ήξερα πως το έψαχνες χρόνια και κατάφερα να στο βρω» μου είπε.
Το αλογάκι μου ή για να είμαι ακριβής το αλογατάκι μου. Έτσι το αποκαλούσε η γλυκιά μου η γιαγιά και ήταν το αγαπημένο μου. Όχι μονάχα γιατί παρίστανα την Αμαζόνα την επαναστάτρια αλλά γιατί εκείνη ήταν η αγαπημένη μου.
Έπιασα να χαϊδεύω τη χαίτη του και οι μνήμες επέστρεψαν καλπάζοντας.
Ο ζεστός κόρφος της γιαγιάς, η μυρωδιά κανέλας και λαδιού που την ακολουθούσε, η τρυφεράδα του τραγουδιού της. Κι έπειτα εγώ να χοροπηδάω πάνω στο αλογατάκι μου και να κλείνω τ’ αυτιά μου στις φωνές που όλο και φούντωναν από το σαλόνι.
«Θα τα τινάξεις όλα στον αέρα. Τα παιδιά σου δεν τα σκέφτεσαι;» ούρλιαζε εκείνη. «Άιντε μου στο διάολο» να της απαντά εκείνος. Κι εγώ χοπ, χοπ, πάνω στο αλογατάκι μου, κάλπαζα ανέμελη. Ασφαλής.
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα, τα παραπανίσια κιλά αναμενόμενα κι εγώ απόψε το βράδυ μαζεύω τα πράγματά μου για την επιστροφή στο φοιτητικό μου σπίτι.
Μια βαλίτσα τα ρούχα, ένα σακίδιο που μου φόρτωσε η μαμά γεμάτο κατεψυγμένες λιχουδιές να φτάνουν μέχρι το Πάσχα κι ένας ατσούμπαλος μπόγος έτοιμος να φορτωθεί στη μπαγκαζιέρα.
Κάτω από τα χαζά περιτυλίγματα ένας θησαυρός. Το αλογατάκι μου. Να μου θυμίζει τη γιαγιά, να με κρατάει ασφαλή μα πάνω απ’ όλα να με βοηθά να θυμάμαι το παιδί μέσα μου.