Γράφει η Μαρία Λάμπρου.
Μόνο εμένα θέλω να φιλάς. Στο μέτωπο, στα χέρια, στα χείλη.
Να με φιλάς και να με ηλεκτρίζεις. Να ξεκινά η γλώσσα σου απ’τον καρπό μου, να περνάει τον ώμο, να καταλήγει στο λαιμό. Γλωσσοφιδάκι, θα σου πω για να γελάσεις.
Μόνο εμένα θέλω να φιλάς τις ώρες που λείπεις. Τις φωτογραφίες μου, τα βιβλία, την κούπα του καφέ μου. Αποτύπωμα τα χείλη σου, πάνω στο δικό μου.
Και κάθε που θα με φιλάς ο χωροχρόνος θα μας κοροϊδεύει. Μια Αλάσκα, μια Κονγκό, μια Γουαδελούπη. Κάθε ταβάνι που θα βλέπουμε κι άλλο χρώμα. Και κάθε φιλί την αμέσως επόμενη στιγμή, θα ‘ναι παρελθόν και ξέρεις πόσο αγαπώ το παρόν. Δώσ’μου κι άλλο, άλλο ένα.
Μόνο εμένα θέλω να φιλάς. Δεν ανέχομαι ούτε τα φιλιά του αέρα, των λόγων, της πλάκας. Τα φιλιά που θα γράψεις στην πρώην συμμαθήτρια στο τσάτ, αυτά με τα οποία θα τελειώσεις την κλήση στην κολλητή. Τα φιλιά σου μου ανήκουν. Και κάθε που σε βλέπω να τα ξοδεύεις αλόγιστα, εντελώς επιπόλαια κι εγωιστικά, θέλω να σε κλειδώσω στο σπίτι να μη σε ξαναδεί ανθρώπου μάτι.
Μόνο εμένα θέλω να φιλάς, να μην ξεχνάει το στόμα μου τη γεύση σου λεπτό. Να σε κουβαλάω πάνω μου, να σε μυρίζω, να σουφρώνω και ν’ανασηκώνω τα χείλη μου, να φέρω το άρωμά σου στα ρουθούνια μου, να γεμίσει ο κόσμος ευτυχία.
Να με φιλάς και να σε καταριέμαι, που βρέθηκε στο σύμπαν τέτοια δύναμη, ικανή να με κατατρέξει, να με παλιμπαιδίσεί, να της είμαι παντελώς παραδομένη και καθόλου να μη με κόφτει. Σκέτη εξουσία τα φιλιά σου κι αμαρτία ουκ έχω που παρασύρθηκα.
Γι’αυτό σου λέω ότι μόνο εμένα θέλω να φιλάς. Δεν τη μοιράζομαι τη μαστούρα μου μωρό μου. Δεν τη δωρίζω, δεν τη σκοτώνω, δεν κάνω τα στραβά μάτια στο ξόδεμά της.
Δεν είμαι κουλ κι απελευθερωμένη. Είμαι μια κομπλεξική του κερατά, εξαρτημένη από δυο εκατοστά δέρματος που ευτυχώς, είχα την επιφώτηση ένα βράδυ να αρπάξω και να κολλήσω στον τοίχο. Σπουδαία στιγμή, ίσως η σπουδαιότερη του βιογραφικού μου.
Γι’αυτό μην ξεχνάς, να με φιλάς στον ύπνο σου, στο νεροχύτη, στην ουρά της ΔΕΗ. Να με φιλάς και να γελάμε. Να μη σηκωνόμαστε απ’το κρεβάτι. Να είμαστε ασυνεπείς, ασόβαροι, απρογραμμάτιστοι. Αστείοι. Έφηβοι ως τα εβδομήντα μας, χωμένοι σε παπλώματα, έξω να βρέχει κι ένα πράγμα να σου ζητώ ακόμη.
Μόνο εμένα να φιλάς.