Γράφει η Π.
Περίμενα ώρα να γυρίσει από τη δουλειά. Περίμενα ώρα ξαπλωμένη με τα εσώρουχα και τη μουσική δυνατά. Η ώρα ήταν περασμένες δύο κι εκείνη άφαντη. Κάτι στη σκέψη της και μόνο, μου προκαλούσε ένα μικρό πανικό. Δεν ήξερα αν έπρεπε να θυμώσω που αργούσε, να ντυθώ και να πέσω για ύπνο ή αν έπρεπε να περιμένω λίγο ακόμα.
Κάποια στιγμή, καθώς κάπνιζα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, η πόρτα χτύπησε. Σηκώθηκα, έριξα κάτι πάνω μου και άνοιξα διστακτικά. Προχώρησα προς τα μέσα καθώς την είδα στην πόρτα, για να κάνω χώρο για εκείνη να μπει. Δε μίλησα. Ούτε κι εκείνη. Μονάχα την κοιτούσα στα μάτια. Μέσα στα μάτια της πάντα έβλεπα τόση θλίψη και ομορφιά που δεν μπόρεσα να αντισταθώ ποτέ. Ποτέ δε θα καταλάβω τι ήταν αυτό που φάνταζε τόσο ελκυστικό στα μάτια της. Δεν ήταν το χρώμα, ούτε το μέγεθος. Ήταν ίσως, ο μικρόκοσμος που απλωνόταν μπροστά μου σε κάθε της βλέμμα.
Έβγαλε σιγά σιγά τα ρούχα της καθώς την παρακολουθούσα. Δεν ήθελα τίποτα να πω ή να κάνω. Ήθελα απλά να την κοιτάω. Κάθισα στην καρέκλα και περίμενα. Λίγο αργότερα με πλησίασε και σαν υποτακτικό σκυλί σηκώθηκα από τη θέση μου. «Άγγιξέ με», της είπα ασυναίσθητα. Καμία έκφραση, καμία λέξη. Έβαλε τα χέρια της στο λαιμό μου και με χάιδεψε απαλά. Ύστερα ακούμπησε το στήθος, την κοιλιά μου και συνέχισε να με ακουμπά. Τα χείλη της σχημάτισαν ένα μικρό παιχνιδιάρικο γελάκι. Δεν έδωσα σημασία. Άλλωστε δεν μπορούσα. Το μυαλό μου σχεδίαζε ήδη τις επόμενες κινήσεις του παιχνιδιού.
Ανέπνεα με δυσκολία. Το στομάχι μου ήταν σφιγμένο και τα χέρια μου ίδρωναν. Ήξερα καλά τι σημαίνει αυτό, αλλά δεν είχα χρόνο να πανικοβληθώ. Ένιωθα τη θερμοκρασία του δωματίου να ανεβαίνει. Είχα χάσει πλέον τη δυνατότητα να είμαι η κυρία του εαυτού μου. Η μουσική δεν ακουγόταν πια στα αυτιά μου. Τα φώτα δεν τρεμόπαιζαν και σίγουρα ο χώρος του δωματίου δεν είχε καμία σημασία. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο γύρω μου. Μόνο εκείνη. Μόνο εκείνη και εγώ και αυτή η περίεργη νύχτα.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν είχα τέτοια προβλήματα. Ποτέ δεν είχα μάθει να παραδίδω τον εαυτό μου σε κάποιον κατά αυτόν τον τρόπο. Πάντα μου άρεσε να με κυριεύουν τα ένστικτά μου και να αφήνομαι σε αυτά, αλλά αυτή τη φορά κάτι ήταν διαφορετικό. Αυτή τη φορά κυριολεκτικά είχα χάσει τον έλεγχο.
Την έσπρωξα απαλά πάνω στο κρεβάτι. Έσκυψα και έγλειψα τα χείλη της. Ένιωσα την ανάσα της να καίει πάνω στο λαιμό μου. Τα χέρια της πάνω μου περιφερόταν σαν να ήταν η πρώτη φορά που με ακουμπά, σαν να μην γνώριζε το κορμί μου. Κι όμως, ακόμη και τώρα το μόνο που σκέφτομαι είναι αυτή. Έβγαλα όσα ρούχα της είχαν απομείνει και ανέβηκα πάνω της. Ήθελα τόσο πολύ να την ακούσω να φωνάζει. Ήθελα απλά να προσπαθεί να ψιθυρίσει το όνομά μου μέσα στην αναμπουμπούλα και τα βογγητά και να χαμογελάω από πάνω της ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα. Για μια στιγμή χάθηκα. Δε σκεφτόμουν, αδυνατούσα να συνδεθώ με την πραγματικότητα. Το σεξ μαζί της πάντα με έκανε να βγαίνω εκτός εαυτού.
Ύστερα από λίγο σηκώθηκε απότομα, με άρπαξε από τη μέση και μέσα σε λίγα δεύτερα βρέθηκε από πάνω μου. Έσκυψε λαχανιασμένη και με φίλησε. Ήθελα κι άλλο. Δε μου έφτανε μόνο αυτό. «Θέλω να σε κάνω δική μου», μου ψιθύρισε, και ήξερα πως η κατάσταση επρόκειτο να γίνει πλήρως ακατάλληλη.
Για πολλή ώρα σερνόμασταν πάνω στο κρεβάτι, από άκρη σε άκρη, αφήναμε η μία στην άλλη σημάδια σε κάθε σημείο του σώματος. Μια τέλεια φαντασίωση. Μια τσόντα αληθινή, γυρισμένη επαγγελματικά. Τίποτα μικρό, τίποτα σχεδιασμένο. Όλα αυθόρμητα. Ένιωσα όλο το κορμί της να τρέμει ανάμεσα στα χέρια μου και τη φίλησα δυνατά στο στόμα. Ακουμπούσα την πλάτη της και οι νυχιές μου είχαν κάνει σημάδια που μπορούσα να ψηλαφίσω.
Την άφησα να ξαπλώσει και μπήκα στη αγκαλιά της. Ανάψαμε από ένα τσιγάρο. Της χάιδευα τα μαλλιά απαλά και κάπνιζα. Σήκωσα τα πρόσωπό της και το κράτησα στα χέρια μου. Δεν είχα ιδέα τι να πω, αλλά ήξερα πως ήθελα να σφραγίσω αυτή τη νύχτα με κάτι, κάτι ανεξίτηλο και αυθεντικό. «Μόνο εσύ!», της είπα κι έμεινα να την κοιτάζω μέσα στα μάτια. Αυτά τα μάτια που δε θα μάθω ποτέ γιατί είναι τόσο εθιστικά.