Γράφει η Έλενα Β.
Θα ήθελα να ήταν πάντα καλοκαίρι. Και να το περνούσα μαζί σου. Να μην έχω δουλειά που να με κρατάει εδώ, μακριά σου, να με κρατάει κλεισμένη μέσα, μακριά απ’ τον ήλιο. Κι ας ζεσταίνομαι κι ας ιδρώνω. Θέλω να είμαι δίπλα στη θάλασσα και να περνάω καλά όσο δουλεύω.
Ήταν καλύτερα στον Κώστα πέρυσι κι ας μην ήταν δουλειά καριέρας, όπως αυτή που έχω τώρα. Δεν ξέρω καν αν θα γίνει η καριέρα μου. Θέλω να γίνει. Γιατί μ’ αρέσει αυτό που κάνω. Πιο πολύ, όμως, θέλω να ζω το καλοκαίρι. Όπως πέρυσι και πρόπερσι και τόσα χρόνια πριν. Σαν παιδί χωρίς υποχρεώσεις.
Φοβάμαι όταν σκέφτομαι ότι μεγαλώνω και δε θα έχω πια δυο μήνες ξένοιαστους, εκείνους τους δυο μήνες που κατέβαινα κι ήξερα ακριβώς τι θα κάνω κάθε μέρα μα δε βαριόμουν στιγμή. Αυτό θα ήθελα να κάνω κάθε μέρα της ζωής μου.
Κι αν ήσουν εδώ ίσως να καταλάβαινα ότι είναι καλοκαίρι. Να πηγαίναμε παραλία και να βγαίναμε όπως κάνουμε όταν είμαστε μαζί. Αλλά είμαι μόνη μου και κάθομαι μέσα. Γιατί δε θέλω με κανέναν να βγω. Βαριέμαι να τρέχω και να οδηγώ. Βαριέμαι να πρέπει να χαλάσω λεφτά για να πάω κάπου που δεν είναι εκεί που θέλω και να μην περάσω όσο καλά θα ήθελα.
Παραλία, καρότσα, κοτομπουκιές, μπίρες και τσιγάρα. Και κάνα βράδυ να πάμε να πιούμε και να γυρίσουμε πρωί με τον ήλιο, τύφλα απ’ το μεθύσι. Έτσι περνάω καλά. Μόνο με εσένα περνάω τόσο καλά.
Δεν ξέρω αν πρέπει να σου το λέω. Δε θέλω να το πάρεις πάνω σου. Δεν ξέρω κι αν πρέπει να νιώθω έτσι. Γιατί αν φύγεις, αν χωρίσουμε, μετά δε θα ξέρω πώς να περνάω καλά. Θα πρέπει να μάθω απ’ την αρχή πώς να το κάνω αυτό, σαν να μαθαίνεις σε ένα παιδί να γράφει. Και θα είναι δύσκολο και θα τα παρατάω και θα κλείνομαι μέσα γιατί η κάθε προσπάθεια δε θα είναι τόσο τέλεια όπως όταν είμαι μαζί σου.
Με έχει πιάσει άσχημα το παράπονο τώρα και κλαίω και σου γράφω. Θέλω να σου μιλήσω. Δεν μπορώ να βγάλω πρόγραμμα να σου τα λέω μόνο όταν είσαι εδώ. Τώρα μου ήρθε. Κι όχι, δε θέλω να μου περάσει. Δεν είναι κάτι που απλά περνάει, δεν περνάνε έτσι τα καλοκαίρια και τα συναισθήματα. Θα το λύσω και τότε θα περάσει. Θα το ζήσω, θα το νιώσω, θα σκεφτώ και θα αποφασίσω.
Κι όταν κατέβω ξανά κάτω, έστω αυτές τις λίγες ενήλικες μέρες στο ρεπό μου, όταν απολαύσω τη θάλασσα και τον ήλιο κοντά σου, όταν ηρεμήσω και σκεφτώ καθαρά –όχι όπως σκέφτομαι τώρα–, θα βάλω επιτέλους χρονικό περιθώριο στον εαυτό μου. Μέχρι τότε θα μείνεις, θα μου πω. Μετά φεύγεις. Για πού; Θα δείξει…