Γράφει Ταόριμ
Σε απολαμβάνω να κοιμάσαι στην αγαπημένη μου εμβρυική σου στάση. Ήρεμος και γαλήνιος. Ένας άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις. Ο δικός μου άνθρωπος. Εσύ. Και σήμερα και χθες, ο δικός μου κόσμος. Απρόσμενος και σίφουνας. Πόσο όμορφος είσαι στα μάτια μου. Πόσο δικός μου. Και πόσο διαφορετική γίνομαι εγώ μαζί σου. Το ήξερα πως όλα κάπως έτσι θα ήταν. Δεν πίστεψα τίποτε διαφορετικό. Εγώ κι εσύ και όλα είναι αλλιώς. Ποτέ δε φοβήθηκα το μαζί της πρώτης μας φοράς. Κουμπώσαμε. Και επιβεβαιώσαμε πως υπάρχουν κι εκείνοι οι άνθρωποι που η ζωή τους χρωστάει ένα παιχνίδι. Ένα δικό τους παιχνίδι.
«Σ΄ αγαπάω πολύ», σου λέω. «Σαχλαμάρες», μου απαντάς. Και γελάω από μέσα μου γιατί ξέρω πως είναι η καλύτερη δυνατή απάντησή σου σ’ ένα «κι εγώ» που θες να πεις. «Μ αγαπάς λίγο;», συνεχίζω να σε πειράζω. Και μου δείχνεις με το δάχτυλό σου εκείνο το λίγο, το απειροελάχιστο, που στα δικά σου δεδομένα είναι τόσο κι ακόμη περισσότερο.
Ξέρετε πόσο απέχει η ευτυχία από την πραγματικότητα; Ελάχιστα. Κι εσύ δίπλα μου είσαι ευτυχία. Το χέρι σου ακουμπάει στον ώμο μου. Γυρίζω, σε κοιτάζω να κοιμάσαι και χαμογελώ. Αυτό είναι ευτυχία. Ευτυχία είναι οι στιγμές από αξόδευτες αγκαλιές, είναι να τρως με τον άνθρωπό σου και να γελάς βλέποντάς τον να απολαμβάνει το φαγητό του. Είναι ένας έρωτας γεμάτος πάθος και ένταση και δυο μάτια που χάνονται σ’ αυτόν με βλέμματα γεμάτα υποσχέσεις. Είναι και το πρωινό ξύπνημα και μια μέρα ατέλειωτη στο κρεβάτι χωρίς να κοιτάξεις λεπτό το ρολόι σου.
Ευτυχία είναι να κάνεις εκατοντάδες χιλιόμετρα για να συναντήσεις τον άνθρωπό σου. Είναι η ειλικρίνειά του, να τον βλέπεις να χαμογελά από αμηχανία και να μην περιμένεις απάντηση στις ερωτήσεις σου. Είναι να παλεύει τη μοναξιά και τις παραξενιές του για χάρη σου, ενώ εσύ ανακαλύπτεις πως τελικά δε χρειάζεται να μιλήσει γιατί έχεις βρει τον τρόπο να διαβάζεις τις σιωπές του.
Ευτυχία είναι να αρμενίζεις σε θάλασσες αγάπης και σε αχαρτογράφητα νησιά δυνατών οργασμών. Είναι να αντιλαμβάνεσαι πως η γεύση των χειλιών και του σώματος έχει γίνει πια η αγαπημένη σου. Είναι όταν ενώνονται δυο αταίριαστοι κόσμοι, όχι γιατί το επιδίωξες αλλά γιατί η ζωή έπρεπε να τους φέρει κοντά. Ευτυχία είσαι εσύ και αυτό που είμαι εγώ μέσα από σένα.
Ξέρω πως αύριο το πρωί θα φύγεις. Δε θα σου δείξω πως με πειράζει. Δε θα σου πω πως μου λείπεις ήδη. Δε θα σου πω πως δε σε χόρτασα. Δε θα σου πω τίποτα. Θα σ΄ αφήσω να γυρίσεις. Ο χρόνος παίζει παιχνίδια τρελά και σε βάζει να αναρωτιέσαι γιατί άργησες τόσο να έρθεις στη ζωή μου. Γιατί με άφησες να παιδεύομαι σε αξόδευτες αγκαλιές και παγωμένα χαμόγελα καθημερινότητας.
Ποιο είναι το αργά και ποιο είναι το νωρίς; Αργά για να το ζήσω και νωρίς γιατί το πρόλαβα. Έχεις αφήσει τον χρόνο να φύγει. Μήπως όμως και αυτόν τον χρόνο κάποια στιγμή θα πρέπει να τον φρενάρουμε και να τον κρατήσουμε κοντά μας, να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και με πολύ θάρρος και θράσος να παραδεχτούμε την ευτυχία μας; Μπορεί τότε να δούμε εκείνο το φωτεινό πρόσωπο, το δικό μας, με το χαμόγελο ευτυχίας που είναι ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας πως ό,τι και να κάνουμε από δω και πέρα θα ‘χει ένα και μόνο άλλοθι.