Γράφει ο Πάνος Δημόπουλος.
Απόψε σε νιώθω. Το νιώθω πως είσαι αλλού. Ακόμα οι χτύποι της καρδιάς μου ακολουθούν τους δικούς σου. Νιώθω τα μάτια σου να κοιτάζουν, έτσι όπως –διάολε– κάποτε κοίταζαν εμένα. Και το ξέρω… Το ξέρω πως, κρυφά, η ανάμνησή μου τριγυρίζει στο μυαλό σου…
Τι άλλο να σου πω; Τι άλλο πια έχει μείνει; Με ποιο ακόμα συναίσθημα δεν έχω λούσει τα μαλλιά σου; Με ποια ανάσα της ψυχής μου δε σου έχω πλύνει το κορμί; Λόγια κι ανάσες, σιωπές και δάκρυα. Δύο ζευγάρια μάτια να κοιτάζονται για λίγο, πριν παγώσουν και πάλι στο κενό.
Πυγολαμπίδες στο σκοτάδι. Αστερόσκονη στη νύχτα. Μια μικρή στιγμή ομορφιάς, που πάει, χάνεται κι αυτή.Τικ τακ… Άτιμο τικ τακ. Σκέφτεσαι τόσα πολλά. Μα δε λες σχεδόν τίποτα. Γιατί να πεις, άλλωστε; Αυτά τα μάτια, απέναντί σου, είναι τόσο γνώριμα, μα τόσο ξένα…
Δε θέλεις να μιλήσεις σε αυτά, δε σου φτάνει. Νιώθεις πως ουρλιάζεις στο κενό. Εσύ θέλεις τα άλλα. Εκείνα που πλημμύριζαν με φλυαρίες τις πιο σιωπηλές στιγμές. Εκείνα που, μια μέρα, σου χάρισαν την πιο όμορφη στιγμή της ύπαρξής σου. Θυμάσαι; Εκείνα έψαχνα, εκείνα έψαχνες. Ίσως γι’ αυτό και τελικά χαθήκαμε.
Λένε πως αν σου λείψει ξαφνικά το παρελθόν, το παρόν έχει τελειώσει. Έψαχνα εκείνο το βλέμμα σου, μα δεν το έβλεπα πια. Ήλπιζα πως υπήρχε κάπου κρυμμένο πίσω απ’ τα μάτια σου. Πως είχε απλά χαθεί κι αυτό μαζί με εμάς κάπου στην πορεία και πως, δεν μπορεί, θα γυρνούσε. Δεν μπορεί, θα τον έβρισκε το δρόμο. Δεν μπορεί, αφού τόσο μ’ αγαπούσε.
Έμεινα, λοιπόν, εκεί. Μετέωρος, να περιμένω, να αιωρούμαι στο κενό, ανάμεσα στα συντρίμμια των χαμένων μας ονείρων. Βλέπεις τι σου κάνει η άτιμη η ελπίδα; Σε ευχαριστώ, λοιπόν, που μου την έκοψες. Σε ευχαριστώ που μου την πήρες…
Και ξέρεις γιατί; Ξέρεις τι πονάει πιο πολύ απ’ όλα; Μου έλειπες περισσότερο, πριν να πούμε το αντίο.