Γράφει η Έλενα.

 

«Μια σχέση ολοκληρώνεται μόνο όταν τελειώσει», σου είχα πει μια βραδιά και θυμάμαι ότι με μάλωσες λέγοντάς μου να μη σκέφτομαι έτσι. Τώρα πια, μετά το χωρισμό μας, αναλογίζομαι αν όντως είχα δίκιο. Τι είχα και τι έχασα; Τι μου λείπει και τι κατάφερα να συνηθίσω πολύ γρήγορα; Τέτοια κι άλλα πολλά αναπάντητα ερωτήματα περνάνε συνεχώς απ’ το μυαλό μου.

Ναι, θα το παραδεχτώ, μου λείπουν εκείνα τα μηνύματα που ξεκινούσαν με το «ξέρω ότι κοιμάσαι, αλλά…», τα διάβαζα μόλις άνοιγα τα μάτια μου και μια καινούρια μέρα ξεκινούσε για μένα. Μου λείπουν τα παιχνίδια που παίζαμε μαζί και μόνο μαζί. Τα τραγούδια που ακούγαμε κάποια βράδια κι έκλαιγες στην αγκαλιά μου παρακαλώντας με να μη σε αφήσω ποτέ να φύγεις από κει. Το βλέμμα σου όταν έκανα κάτι που ήξερα πως άξιζε να μου κρατήσεις μούτρα, αλλά δεν το έκανες ποτέ. Το χρώμα της φωνής σου. Αχ και να ξανάκουγα τη φωνή αυτή. Όχι όμως την πραγματική σου φωνή, αυτή που χρησιμοποιείς όταν μιλάς στον κόσμο, αυτή που άκουγα εγώ και μόνο εγώ, γεμάτη ζεστασιά, γεμάτη αγάπη. Που ακόμα κι αν ήσουν χιλιόμετρα μακριά ένιωθα ότι είσαι δίπλα μου.

Δε μου λείπει ο έρωτάς σου. Γεμάτος ο κόσμος από άτομα πρόθυμα να χαρίσουν κάπου το κορμί τους. Δε μου λείπεις μόνο εσύ. Μου λείπω κυρίως εγώ. Μου λείπει αυτό που ήμουν εγώ κάθε φορά που βρισκόμουν κοντά σου. Μου λείπει ο άλλος μου ο εαυτός. Δεν ήσουν εσύ τελικά το άλλο μου μισό. Κάθε άνθρωπος είναι από μόνος του ολόκληρος και δε χρειάζεται κανέναν να τον συμπληρώσει. Απλώς με κάποιους μπορείς να νιώθεις αυτή την ολοκλήρωση του εαυτού σου. Παίρνεις δύναμη απ’ το βλέμμα τους και νιώθεις ότι κανένας δεν μπορεί να σε νικήσει.

Να ξέρεις ότι εσύ έφυγες. Κι από τη στιγμή που έφυγες δεν έχω νοσταλγήσει ούτε μία φορά τις στιγμές που βγαίναμε καφέ, που περπατούσαμε χέρι-χέρι και που με φιλούσες μπροστά σε όλους χωρίς να ντρέπεσαι για τίποτα. Το μόνο που νοσταλγώ είναι εκείνο το συναίσθημα που δεν μπορεί να σου καλύψει κανένας φίλος, γνωστός ή η οικογένειά σου. Εκείνο το αίσθημα που νιώθεις ότι ανήκεις κάπου, η όμορφη εξάρτηση. Η ασφάλεια κι η σιγουριά που μου χάριζε μόνο η αγκαλιά σου.

Εγώ όμως νοιάζομαι και θα νοιάζομαι για σένα. Και θα ρωτάω ακόμα κι αν εσύ δεν το μάθεις ποτέ. Σε ξέρω καλύτερα απ’ τον καθένα. Ή μάλλον, όχι. Δε σε ξέρω πια. Σε ήξερα όσο ήμασταν μαζί. Τώρα πια είσαι ένας «γνωστός» ακόμα. Ένας από εκείνους τους πολλούς που τα μόνα μηνύματα στο τσατ θα είναι για χρόνια πολλά κι εκείνα συνήθως από υποχρέωση. Πώς γίναμε έτσι μάτια, μου;

Βράδια πριν κοιμηθώ νομίζω πως το τηλέφωνο θα χτυπήσει και θα είσαι εσύ. Θα είσαι εσύ να μου λες πως μ’ αγαπάς και πως μπορώ να κοιμηθώ και σήμερα ξέροντας πως είσαι ο φύλακας άγγελός μου. Σε έχασα; Με έχασες; Ποιος φταίει, δεν έχει σημασία. Όλα γίνονται για κάποιο λόγο, μα εγώ ακόμα δεν τον έχω καταλάβει. Ζεις πιο ευτυχισμένος τώρα μακριά μου; Προτίμησες μια ανούσια ελευθερία από μία μεγάλη αγάπη;

Όχι. Και σήμερα λοιπόν δε μου λείπεις. Και δε θα αφήσω τον εαυτό μου να υποκύψει στη δύναμη της συνήθειας. Είμαι καλά και χωρίς εσένα κι ελπίζω εσύ που έφυγες να είσαι καλύτερα. Μα να θυμάσαι ότι κανείς δε θα σε αγαπήσει ποτέ όπως εγώ. Ότι σ’ όσες αγκαλιές κι αν βρεθείς καμία δε θα σου προσφέρει τη ζεστασιά της δικιάς μου. Δε στο λέω από εγωισμό. Στο λέω από αγάπη. Γιατί εγώ σ’ αγάπησα με όλο μου το «είναι» κι εσύ έφυγες με το κλισέ «δεν είμαι πια ερωτευμένος». Όταν θα μάθεις τι σημαίνει έρωτας, έλα να το συζητήσουμε.

Γιατί αν για τον έρωτα μπορείς να κάνεις τρέλες πολλές, για την αγάπη σου μπορείς να κάνεις τις μεγαλύτερες θυσίες.

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη