Γράφει η Χ.
Πάνε πέντε χρόνια απ’ τον καιρό που αποφάσισες να ’ρθεις και να φύγεις βιαστικά απ’ τη ζωή μου, σαν κεραυνός, αφήνοντας πίσω στάχτες και δυο-τρεις φλόγες να σιγοκαίνε.
Ήρθες ξανά τρεχάτος, έκανες το κομμάτι σου κι έφυγες. Και ξανάρθες, με πιο βαρύγδουπες δηλώσεις εκείνη τη φορά, βγαλμένες μέσα από κάτι παραμύθια που εξελίσσονται σε κακές ιστορίες που κανείς δε θέλει να ακούσει.
Έκανες το μυαλό μου μπαλάκι κι έπαιζες μαζί του πινκ-πονκ, λες και σου είχε δώσει κανείς δικαίωμα να κάνεις ό,τι θες με τις ζωές των άλλων. Για να μη στα πολυλογώ, γιατί εσύ τα ξέρεις και καλύτερα, ήρθες και ξαναήρθες κι η ιστορία έγινε πιο κουραστική κι από εκείνες τις ξενέρωτες νουβέλες που βρίσκουμε στα περίπτερα να τις πουλάνε 1+1 δωρεάν.
Με τάραξες όλες τις φορές, μία-μία, με έκανες να θέλω να αναθεωρήσω όλο μου το είναι, να μην ξέρω πλέον ποια είμαι. Τα έχασα ακόμα κι όταν δεν ερχόσουν, όταν απλώς σε έβλεπα περαστικό στο δρόμο κι ανταλλάζαμε κάτι κλεμμένες ματιές. Μόνο που δεν κατάλαβα ποτέ πώς μπορούν δύο τόσο μεγάλα γαλανά μάτια να με ξεγελούν κάθε φορά περισσότερο.
Πέντε χρόνια γεμάτα θράσος και μεγάλες δηλώσεις, άξιες να ξεσηκώσουν ολόκληρη φουρτούνα. Εγωισμός πάνω από όλα, να μη με δεις να περνάω καλά, να μη με δεις να σε ξεχνάω, να μη δεις κάποιον άλλο να βάλει χαμόγελο στα χείλη μου, γιατί απλά ποτέ δεν τα κατάφερες μόνος και λυπάμαι που θα στο πω, αλλά πολύ φοβάμαι πως ούτε θα το καταφέρεις ποτέ για καμιά.
Και γιατί όλα αυτά; Γιατί τόσο πηγαινέλα; Για να φεύγεις πάλι. Για να ρίξεις πάλι τη βόμβα σου, μπας και κατάφερα ήδη να μαζέψω τα προηγούμενα συντρίμμια και κάθισα λίγο να ξαποστάσω.
Είχες καιρό να έρθεις και με έπιασε μια ανησυχία. Ένα ένστικτο πως δε σου τελείωσα και πως έχεις μεγάλα πλάνα. Και πόσο δίκαιο είχα. Πέρασες ξανά βιαστικά, να μου πουλήσεις παραμύθια για συναισθήματα ατέλειωτα και κουβέντες που πάει καιρός που πρέπει να γίνουν.
Είπες πράγματα ανεξήγητα, γιατί εγώ δεν ξέρω άνθρωπο να νιώθει τόσα και τα πνίγει για χρόνια. Δεν ξέρω αν τα ’πες για να κάνεις ένα κρεβάτι, ή γιατί κάπου ανάμεσα σε καρδιά, μυαλό και δυο-τρία ουίσκια αποφάσισες να μην είσαι πια τόσο παγωμένος. Τίποτα δεν κατάφερες παρά μόνο να απελευθερώσεις τους δαίμονές μου ξανά, μα τους θύμωσες πολύ τούτη τη φορά.
Θύμωσα που νιώθεις πως έχεις δικαίωμα πάνω μου, θύμωσα που με θεωρείς άνθρωπο δικό σου και νιώθεις ελευθερία να ’ρχεσαι να μου ξερνάς σκέψεις της στιγμής. Θύμωσα που νομίζεις πως τα συναισθήματα παίρνουν μόνο μία στιγμή και πως πατάμε ένα μαγικό κουμπί και κλείνει το παραθυράκι κάθε φορά.
Δε θέλω να ’ρχεσαι πια, δεν το θέλω το κρεβάτι σου και δεν τα θέλω τα ψέματα που μου λένε τα μάτια σου. Και να σου πω και κάτι; Τρωγόμουνα κάποτε, ήθελα να ‘ρχεσαι πού και πού να σε θυμάμαι, να μαθαίνω τα νέα σου. Μα τώρα μου τελείωσες. Το θράσος κι ο εγωισμός σου κατέστρεψαν εμάς εδώ και χρόνια, μα δε θα καταστρέψουν και μένα.
Να φύγεις, να μην ξαναρθείς κι αν όντως δεν είσαι άνιωθος όπως σου το ’χα, σου εύχομαι να καταφέρεις να μαζέψεις ό,τι σου έχει απομείνει και να μάθεις να προχωράς. Πίστεψέ με δουλεύει, το ’χω ξαναδοκιμάσει.