Γράφει η Ελένη.

 

Χωρίσαμε αφού έφυγα για διακοπές απ’ το φοιτητικό μου σπίτι. Είχα περίπου τρεις μήνες να μπω εκεί μέσα. Ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή πως η επιστροφή μου στη μεγάλη πόλη που θα ξεχειμωνιάσω θα σφραγιστεί από εκείνο το τρέμουλο που θα νιώσω το πρώτο δευτερόλεπτο που θα βάλω τα κλειδιά στην πόρτα.

Δεν μέναμε μαζί, αλλά είχε γίνει το μικρό μας σπίτι. Ένα σπίτι για δυο απ’ τη στιγμή που μπήκες στη ζωή μου. Σε φιλοξενούσε σ’ όλα τα ταξίδια που έκανες για χάρη μου. Το κρεβάτι μου, μαζί με μένα, σ’ αγκάλιαζε κάθε βράδυ. Και μέσα απ’ τη μυρωδιά της κλεισούρας αναδύεται και λίγο απ’ το άρωμά σου που έχει ποτίσει τους τοίχους τόσο καιρό που τριγυρνούσες εδώ μέσα.

Ανεβαίνοντας τις σκάλες με τόσες βαλίτσες, η καρδιά μου δεν ξέρει πώς να φερθεί. Το κλειδί μπαίνει στην πόρτα και ξαφνικά έγινε αυτό που τόσο καιρό έτρεμα να αντιμετωπίσω. Ήσουν εκεί. Με κοιτούσες. Ήσουν στις φωτογραφίες που μου είχες φτιάξει στη γιορτή μου. Είναι λες και σε έχω ολοζώντανο μπροστά μου κι έχω ολόκληρη μουδιάσει που πλέον δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε αποκαλώ «δικό μου».

Μαζί ζούσαμε εδώ μέσα. Το μαρτυράνε τα πράγματά σου στις ντουλάπες. Και μου έρχεται κρίμα να τα πετάξω στο ξεσκαρτάρισμα. Εσύ ήσουν αυτός που πέταξε τις αναμνήσεις μας, εγώ δε θα ακολουθήσω. Θα τα δώσω κάπου να πιάσουν τόπο. Δε θέλω τίποτα δικό σου πια εδώ μέσα. Θέλω να νιώθω λες και μόλις το νοίκιασα το σπίτι και ζω για πρώτες μέρες.

Μόνο έναν πίνακά σου λέω να κρατήσω, μόνο και μόνο γιατί ταιριάζει με τη διαρρύθμιση του μέσα μου. Είναι ανάστατος και περίεργος. Αλλά όπου και να κοιτάξω γαμώτο, ανάμεσα στις σκόνες και το λίγο φως, παντού ξεφυτρώνουν εικόνες δικές μας. Σπίτι μας το έλεγα και το ένιωθα. Σπίτι μας ήταν και εσύ μια μέρα είπες τάχα πως πας για τσιγάρα και δεν ξαναγύρισες.

Έκανες το τσιγάρο σου σε μια άλλη αγκαλιά γιατί μάλλον η δική μου σ’ έπνιξε. Να της πεις όμως να σ’ αγαπήσει λίγο γιατί το δικό μου το πολύ δε το άντεχες. Και να της πεις επίσης να μη σε βάλει μέσα στο σπίτι της όπως έκανα κι εγώ και τώρα δεν μπορώ να σε βγάλω από μέσα του.

Το έχεις στοιχειώσει. Κάθε γωνιά του και μια ανεξίτηλη στιγμή μας που παίζει σε επανάληψη κάθε φορά που σκέφτομαι σε ποιες αγκαλιές κυλάνε οι μέρες σου. Το μικρό τρίξιμο στο ξύλινο πάτωμα που μόλις άκουσα μου θύμισε αυτό που μου είχες πει ψιθυριστά λίγες μέρες πριν φύγω: τα σπίτια μέσα τους κρατάνε τα πιο ερωτικά μυστικά και δεν τα μαρτυράνε.

Κιι είχες δίκιο. Μέχρι και τα παντζούρια που χτυπάνε, είναι σα να μου λένε πως τα δικά σου τα μυστικά δεν τα θέλουν πλέον γιατί ο ίδιος τα πρόδωσες. Το νοίκι σου το πλήρωνες σε φιλιά και τα κοινόχρηστα σε χάδια. Κι ακόμα κι οι γείτονες ρωτάνε πού πήγες κι εγώ σαστίζω. Τι να τους πω; Πως δε περνούσες καλά εδώ μέσα κι έφυγες; Όλοι άκουγαν πάντα γέλια και φωνές εδώ μέσα αλλά κανένας δεν ενοχλούσε τον έρωτα το δικό μας.

Και τώρα θα πρέπει να μαγειρεύω για έναν. Και από τώρα και στο εξής θα πρέπει να απλώνομαι στο διπλό μου κρεβάτι για να καλύπτω κάπως το κενό. Και τώρα θα πρέπει να μάθω να ζω μόνη εδώ μέσα, κάτι που από την αρχή έπρεπε να είχα κάνει και να είχα μάθει για να μην έχω ανάγκη τίποτα τώρα. Δεν θα έχω τίποτα να καρτερώ πια. Ούτε κουδούνια, ούτε εκπλήξεις, ούτε φιλιά και αγκαλιές στο κατώφλι.

Τα συναισθήματα που κυλάνε σαν άλλος αέρας θα τα διώχνω ανοίγοντας κάθε μέρα τα παράθυρα το πρωί όταν ξυπνάω. Έτσι, για να φεύγει και η σκέψη σου μαζί. Για να γίνεται ο καφές μου λίγο λιγότερο πικρός και το τσιγάρο μου ελάχιστα μοναχικό. Κι όταν καταφέρω και κάνω έξωση στα τελευταία υπολείμματα της καρδιάς σου, δε θα σε ενημερώσω. Θα σε ενημερώσει η κλειστή πόρτα που θα βρεις όταν γυρίσεις. Γιατί θα γυρίσεις.

Και όταν γυρίσεις δε θα με βρεις εδώ, να ξέρεις. Θα βρεις λογικά κάποιους άλλους ένοικους. Και δε θα την κάνω γιατί δεν άντεξα την απουσία σου εκεί μέσα. Θα φύγω γιατί θέλω να κάνω μια καινούργια αρχή σωστά. Μια αρχή όπου δε θα υπάρχεις πουθενά. Με κλειδωμένο σπίτι και κλειδωμένη καρδιά.

 

Επιμέλεια κειμένου Ελένης: Ελευθερία Παπασάββα.