Κοίταξε να δεις τι συμβαίνει με σένα. Δεν καταλαβαίνεις. Δεν μπορείς να βάλεις στο μυαλό σου τι σημαίνεις για μένα. Βασικά μπορεί και να φταίω εγώ που δεν τα εξηγώ κι ωραία. Φταίει που την ώρα που θέλω επιτέλους να σου πω τι πραγματικά αισθάνομαι και νιώθω πως είμαι έτοιμος, ταυτόχρονα κοιτάζω τα μάτια σου και θέλω να γράψω ποιήματα γι’ αυτά και κοιτάζω και το λαιμό σου και θέλω να του επιτεθώ. Να με φοβηθείς νομίζοντας πως θα του ορμήξω για να τον στραγγαλίσω κι έπειτα να ηρεμήσουν οι παλμοί σου όσο θα τον γλύφω, απ’ την ελιά τη μικροσκοπική κάτω απ’ το αυτί σου μέχρι το σχεδόν αόρατο κενό ανάμεσα στα στήθη σου.
Χάνω τον ειρμό μου, γαμώ την τρέλα σου. Ορθολογιστής είμαι, όλα τα θέλω σε τάξη, να ξεκινάω να σου λέω κάτι τώρα, να μ’ αφήνεις να το ολοκληρώνω, να το επεξεργάζεσαι και να το καταλαβαίνεις. Μα πώς να καταλάβεις έναν άνθρωπο που μονάχα που σε βλέπει, αυξάνονται αυτά που θέλει να σου πει; Θέλω να σου σκίσω τη σάρκα που μου το κάνεις αυτό. Μόνο έτσι θα μπει στο μυαλό σου καλά ο πόθος μου για σένα. Να ξεκινήσω ξεσκίζοντας τα χείλη σου μέχρι να βγάλουν αίμα. Να περάσω τη γλώσσα μου γύρω από τις ρώγες σου, για δυο αιώνια δευτερόλεπτα· τόσα αρκούν για να πετρώσουν και να τις δαγκώσω μέχρι να βγάλεις εκείνη την πνιχτή κραυγή.
Θα κατέβω αργά γδέρνοντας με μανία τους λαγόνες σου, σ’ έχω μάθει απ’ έξω ξέρεις, κι όταν σ’ ακουμπάω εκεί στα πλάγια, λίγο πιο πάνω απ’ τη μέση, τινάζεσαι ολόκληρη, σπαρταράς στα χέρια μου. Θα κατέβω να φιλήσω τα χείλη σου, εκείνα που έχουν μια γεύση αλλιώτικη και που με ζεσταίνουν, εκείνα που όταν τ’ ακουμπάω σε κάνουν να γδέρνεις τοίχους και να δαγκώνεις τα ρούχα σου. Με κάνεις και γελάω εκείνες τις στιγμές γιατί δείχνεις τόσο αδύναμη, παραδομένη στο έλεός μου. Κι όμως εξουσιάζεις κάθε χιλιοστό του μυαλού μου, με βασανίζεις ακόμη και τις στιγμές που νιώθω πως έχω το πάνω χέρι.
Θέλω να τα κάνω όλα αυτά για να καταλάβεις πόσα νιώθω για σένα με τον πιο παραστατικό κι έντονο τρόπο, μ’ έναν τρόπο που και να θες να βγει απ’ το κεφάλι σου, δε θα μπορείς. Αυτά τα χείλη που σου ξεσκίζω; Είναι η παράκληση να μη βγεις απ’ τη ζωή μου. Να μείνεις εδώ και να υπομείνεις όλες μου τις ατέλειες κι ας ξέρουμε κι οι δυο πως σε κουράζουν αυτές.
Η γλώσσα μου στο στήθος σου είναι όλοι εκείνοι οι ατέλειωτοι μονόλογοι που έχω στο μυαλό μου να σου ξεφουρνίσω κι η στιγμή που δαγκώνω τη ρώγα σου είναι η στιγμή που θέλω να βάλω τα κλάματα, εξουθενωμένος απ’ όλα όσα αισθάνομαι και δεν μπορώ να εκφράσω. Το γδάρσιμο είναι η ανάγκη που έχω να με πάρεις αγκαλιά και το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού, η ικεσία να με καταλάβεις. Να μην τρομάξεις, να μη φύγεις, να μη σε ταράξουν όλα όσα έχω στην καρδιά μου για σένα.
Το τελικό κομμάτι είναι η ένωση. Θέλω να μπω μέσα σου και να τρανταζόμαστε. Να ιδρώνουμε, να κολλάνε τα σώματα μας. Να με σφίγγεις τόσο σφιχτά που να μην μπορώ ανάσα να πάρω και να θέλω κι άλλο, να θέλω να σου καλύψω όλη την ύπαρξη, να θέλω να ολοκληρώσω κάθε ίχνος του κορμιού σου. Να ουρλιάζεις μέσα στο αυτί μου και τα τύμπανά μου να θέλουν να εκραγούν. Γδάρε με μέχρι να βγάλω αίμα, φάε με ζωντανό. Τελείωσε για μένα. Τελείωσε για χάρη αυτών που αισθάνομαι. Και θα τελειώσω κι εγώ και δε θα είναι μια πράξη απλή, δεν είναι τα υγρά μου αυτά, δεν είναι οι καρποί μιας καύλας πρόστυχης. Το σ’ αγαπάω μου είναι. Τώρα πια, μπορείς να το κάνεις εικόνα. Τώρα πια, θα μείνει καλά σκαλωμένο στο γαμωκέφαλό σου.
Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου