Θέλω να πιάσω ένα-ένα τα ποτήρια σου και να τα κάνω θρύψαλα στο πάτωμα. Να γίνουν όλα μικρά κομματάκια ανούσιας ύλης, να δυσκολέψουν το πάτωμα που περπατάς, να σου δημιουργήσουν έστω και λίγη δυσφορία. Τόσος είναι ο θυμός μου, που δεν ξέρω πια τι να κάνω για να εκτονώσω λίγη από τη μανία μου.
Υστερία, λες εσύ, λες και ξέρεις ή κατάλαβες ποτέ τι ακριβώς μου συμβαίνει. Πάντα έφταιγε κάποιος άλλος, πάντα η έλλειψη ψυχραιμίας μου. Κι εγώ το μόνο που θέλω είναι να σου ουρλιάξω πως μία δε δίνω για την ψυχραιμία μου, μιας και μας έχει χαιρετήσει από καιρό. Πως φταίνε οι τοίχοι που έχεις βάλει, όταν η επικοινωνία είναι πιο δύσκολη από αυτό που αντέχεις, ή απλά πιο πέρα. Πέρα από τα όριά σου, από τη βολή σου, από την πνιγμένη σου καθημερινότητα.
Κι εγώ εκεί, να παραπαίω δίπλα σου, να χάνω κάθε μέρα τη φωνή μου για να κερδίσεις εσύ τη δική σου. Μέχρι που πια πνίγομαι, καίγομαι μέσα σε όλα αυτά τα ανείπωτα, ή τα κακώς ειπωμένα. Θυμώνω. Έχεις νιώσει ποτέ να καίγεται κάθε σου κύτταρο από θυμό; Να ανεβάζεις πυρετό, να μη νιώθεις τα άκρα σου, να χάνεσαι, να θολώνεις. Σε πλησιάζω και το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι θέλω να σου κουνήσω το κεφάλι, μήπως έτσι αλλάξει η έκφρασή σου κι αρχίσεις επιτέλους να ακούς.
Πνίγομαι. Δε θέλω άλλα γιατί. Δε θέλω να αναρωτιέμαι, δε θέλω να μιλάω σε τοίχους. Δε θέλω μετά από χρόνια να πρέπει να αποδείξω ποια είμαι. Τρελός ο άνθρωπος; Τρελός. Θεότρελος. Μαινάδα, που ξεσπάει την οργή της σε ποτήρια και πιάτα. Σίριαλ θα μπορούσαμε να γίνουμε, τόσες φορές που υποσχεθήκαμε πολιτισμένες συζητήσεις και μετά μας άκουσε μέχρι και η κουφή κυρία του τρίτου.
Κι όσο θέλω να σε πληγώσω που με λιώνεις κάθε μέρα, άλλο τόσο σ’αγαπάω με κάθε κύτταρο του πειραγμένου μου μυαλού, όπως λες κι εσύ πάντα. Κι όσο θέλω να σου σπάσω τα βάζα και τα πιάτα, γιατί πια οι λέξεις έχουν χάσει τον ήχο τους, τότε βλέπω τα μάτια σου και ξαναχάνομαι στην αγνότητά τους. Ξαναερωτεύομαι, πιο δυνατά, πιο απελπισμένα και σκέφτομαι πως δεν είναι ότι δε φεύγω γιατί δεν μπορώ.
Δε φεύγω γιατί δε θέλω. Δε θέλω καν να φανταστώ πώς είναι να μη μου τη σπας, να μη θέλω να σε δω μπροστά μου, να μουλαρώνω και να χάνω κάθε συνειρμό μου. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι κάποια μέρα, να μπορώ να ζω πέρα και χωρίς εσένα. Δε θέλω καν. Δε θέλω να ζήσω χωρίς εσένα.
Θέλω να μάθω να ζω με σένα. Να μάθω πως όσο κι αν μαλώνεις με κάποιον, αν την ίδια ακριβώς στιγμή θέλεις να τον φασώσεις σε έναν τοίχο, τότε είσαι βλάκας, γιατί έχεις βρει μεγάλο θησαυρό και δεν το ξέρεις. Έχουμε πιάσει το νόημα και ξέρεις γιατί; Γιατί μαλώνουμε για το ποιος αγαπάει πιο πολύ τον άλλο κι εν τέλει κοιμόμαστε αγκαλιά.
Γιατί δε θα μιλάμε, αλλά εγώ θα σου μαγειρέψω κι εσύ θα απλώσεις το πλυντήριο. Γιατί η αγάπη, η πραγματική αγάπη, είναι να μπορείς να αντέχεις τον άλλον, ακόμα και τις μέρες που δεν είναι τόσο εύκολο να τον αγαπάς. Να τον αποδέχεσαι, να τον φροντίζεις, να είναι για σένα πραγματικά οκ, γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Και κάθε φορά που θέλω να κάψω όλο σου το σπίτι, το αμέσως επόμενο λεπτό με πιάνω να το σκουπίζω για να το βρεις καθαρό. Τρέλα, σου λέω. Τρέλα κι έρωτας. Πώς αλλιώς να περάσει η αιωνιότητα;
Θέλουμε και τη δική σου ιστορία!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!