Γράφει η Ελένη Μ.
Άλλη μια νύχτα που εσύ δε θα στείλεις, άλλη μια νύχτα που εγώ θα γεμίζω λευκές σελίδες ενώ σκέφτομαι τα μάτια σου. Αυτά τα μάτια που δε με κοίταξαν ποτέ όπως ήθελα κι όπως μου έπρεπε.
Για να ξεχάσω αυτή την αδικία έχω συντροφιά ένα κόκκινο ημίγλυκο. Ημίγλυκο, όπως ακριβώς ήταν κι η ιστορία μου μαζί σου, «ημί». Ημιτελής κι ημίγυμνη. Δεν ξεγυμνωθήκαμε ποτέ. Έκανα εγώ μια προσπάθεια να πετάξω δύο ρούχα παραπάνω κι εσύ φρόντισες να κλείσεις τα μάτια σου.
Τώρα συναντιόμαστε τυχαία και λέμε βλακείες. Πόσο άλλαξα, πόσο άλλαξες κι εσύ. Αυτά λέμε. Το «γεια» που σου λέω έχει τραβηγμένο το τελευταίο «α», κρύβει όλα αυτά που θέλω να σε ρωτήσω. Το χαμόγελό μου από την άλλη, κρύβει το «γιατί γαμώτο σου έφυγες έτσι;». Δεν είναι χαμόγελο συμπάθειας, προσποιητό είναι, αμηχανίας. Ευτυχώς που είμαι καλή ηθοποιός και δεν προδίδομαι εύκολα.
Εσύ από την άλλη, κρύβεις την αμηχανία σου μέσα σε γελοίες ερωτήσεις και φιλοφρονήσεις. «Πού πάω τέτοια ώρα», «πώς περνάω», «πόσο πιο όμορφη είμαι όταν φοράω φορέματα κι όχι τζιν».
Το «ευχαριστώ μου» θα έχει τραβηγμένο το «ω» σε μία τελευταία προσπάθεια να συνεχίσεις την κουβέντα. Να με ρωτήσεις τι κάνω με ενδιαφέρον, μιας και δε με ρώτησες ποτέ. Κι εγώ να σου πω «είμαι σκατά, μου φταίνε όλα, γιατί δεν έχω εσένα να γελάς με τις υστερίες μου, δεν έχω εσένα να μου φιλάς την πλάτη κάθε φορά που τελειώνουμε το σεξ. Δεν έχω εσένα, απλά δε σ’ έχω».
Δεν είναι ότι μου λείπει που δε σ’ έχω πια, είναι που δε σ’ είχα ποτέ. Δε σ’ είχα ποτέ δικό μου, ολόδικό μου. Αυτό μου λείπει. Δε με νοιάζει που ξενυχτάω. Με νοιάζει που δε ξενυχτάς μαζί μου, έστω και σε διαφορετικά σπίτια. Με πειράζει που εγώ κάθε φορά που θέλω να αλλάξω κάτι ή σε μένα ή στο σπίτι, σκέφτομαι πώς θα σου φανεί η αλλαγή. Εσύ όμως θα με σκεφτείς μόνο που όταν θα ‘χεις ξεμείνει από παρέα.
Δεν έχω ανάγκη να ξανάρθεις. Να φύγω εγώ έχω ανάγκη, απ’ όλα αυτά που σε θυμίζουν. Να αλλάξω άρωμα, για να μη μου θυμίζει εσένα. Να κάψω τα σεντόνια που έχουν πάνω τον ιδρώτα σου. Να ακούσω ένα τραγούδι που δε θα μου θυμίζει την κατάντια μου και να πετάξω το αγαπημένο μου βιβλίο που σου ‘χα δανείσει.
Αυτό που δεν μπορώ πια να διαβάσω γιατί κάθε φορά που το ανοίγω σκέφτομαι τα δάχτυλά σου. Μία να αλλάζουν τις σελίδες και μία να κάνουν βόλτες στο κορμί μου. Ήξεραν τη σωστή διαδρομή, αυτή που μου άρεσε, τη μακρινή, τη σωστή διαδρομή.
Άλλοι προσπάθησαν χρόνια να τη μάθουν και κανένας δεν τα κατάφερε χωρίς καθοδήγηση. Εσύ, όμως, σαν να σου την είχε προδώσει κάποιος τη βρήκες από την πρώτη φορά και το σώμα θυμάται κι ανατριχιάζει.
Ξέρω ότι δε με σκέφτεσαι, αλλά αν με σκεφτείς ποτέ προτιμώ να ‘ναι τη στιγμή που πας ν’ αφήσεις τον ιδρώτα σου στο κορμί κάποιας άλλης. Τη στιγμή που προσπαθείς να μάθεις με τα δάχτυλά σου τη δική της σωστή διαδρομή. Μόνο και μόνο για να σου σπάσω τον τσαμπουκά. Για να αφιερώσεις ένα λεπτό και να πεις «τι στο διάολο έγινε τώρα;»
Να ξενυχτήσεις κι εσύ χωρίς παρέα. Ακόμα κι αν τη μοναξιά δε στην προκαλέσω εγώ. Αν γίνει ποτέ, αν βρεθεί κάποια κι ορθώσει το ύψος της πάνω από το υπερεγώ σου, εγώ θα τη βρω και θα της σφίξω το χέρι. Θα πάρω την ικανοποίηση που δεν μπόρεσε να μου χαρίσει ο εαυτός μου. Θα χαρώ αν ταλαιπωρηθείς ακόμα κι αν είναι από τρίτο πρόσωπο.