Γράφει ο Νίκος Δέλτα.
«Ήταν δύο και έγιναν τρεις». Μπέρδεμα με την πρώτη ματιά. Απ’ το πρώτο βλέμμα, χάδι κι όλα τα συναφή. Τόσο τρανταχτά να επιδεικνύουν το πάθος τους. Τέτοιο πάθος… και να ‘θέλαν να το κρύψουν δεν μπορούσαν. Δε γούσταραν να το παίζουν κουλ κι ότι δεν τρέχει κάτι. Απολάμβαναν αυτή τη μαγνητική τους επαφή μέχρι αηδίας. Από τα πιο μικρά, τα πιο ασήμαντα. Αυτή η μόδα που πρέπει να προσποιηθούν άλλους εαυτούς, δεν τόλμησε να περάσει το κατώφλι της σχέσης τους. Λόγω απόστασης έπαιρναν τους δρόμους αγωνιωδώς σαν μικρά παιδιά περιγράφοντας ο ένας πόσο λείπει στον άλλον.
Πετυχαίνει κόκκινο φανάρι και τρελαίνεται. Θέλει τόσο να τη δει. Βιάζεται. Ίσως να μην έχουν όσο χρόνο νόμιζαν τελικά. Ίσως η απόσταση θα μεγάλωνε σιγά-σιγά. Το πράγμα θα ζόριζε. Το είχε στο βάθος του μυαλού του όσο και να το αγνοούσε. Καθώς οδηγάει προπορεύεται δύο κατευθύνσεις. Συναίσθημα και λογική.
Η μία ο δρόμος για εκείνη κι η άλλη για το σπίτι. Χάος. Σκέτο αχούρι στο μυαλό του. Και κάπου εδώ γίνονται τρεις. Σκάει μια οδός, μωρό μου, δίχως ταμπέλες, δίχως προορισμό. Μια οδός δίχως πρόσβαση σε άλλους, μονόδρομη. Είναι η τρέλα του ενός για τον άλλον. Είναι η στιγμή που λες ανάθεμα την ώρα. Γιατί τώρα; Κι αν όχι τώρα, τότε πότε; Κι αν ποτέ; Θα ήταν καλύτερα; Πολλές ερωτήσεις για τον χρόνο που έχει να σκεφτεί. Πρέπει να αποφασίσει πριν ανάψει το πράσινο. Έτσι σκέφτηκε. Βιαστικά. Απρόσεκτα. Ποιος, όμως, όριζε πραγματικά αυτό το «πρέπει»; Ανασφάλειες. Φόβος πως θα αποτύχουν. Δείλιασε εκεί μπροστά που μόνο θάρρος ταίριαζε κανονικά.
Ποτέ τους δεν ξεπέρασαν ό,τι είχαν μεταξύ τους, γιατί πολύ απλά ποτέ τους δεν το χόρτασαν. Τόσο πολύπλοκα τα βράδια μακρυά του. Τόσο μουντή ρουτίνα δίχως το κοίταγμά του. Αυτό το χαζό κοίταγμα που τόσο της άρεσε όταν αποθανατίζαν τις στιγμές τους. Κι αυτός από την άλλη δεν είναι καλύτερος. Βρίσκει λύση για να υπάρξει αυτό το «μαζί». Γυρίζει απ’ τη δουλειά και σκέφτεσαι όλες τις στιγμές κυκλοθυμίας που είχαν. Κουβέντες που ξεκινούσαν με Χάρι Πότερ και συνεχίζονταν με αφηρημένες αντιλήψεις για τη ζωή. Δεν ολόκληρωναν ποτέ την κουβέντα τους. Πώς να στεριώσουν συζήτηση σε απόσταση αναπνοής; Λογικά, τρελοί θα ‘πρεπε να είναι.
Κάπως έτσι απομακρύνθηκαν. Νίκησε ο φόβος το «μαζί» κι όλα σκοτείνιασαν. Κι όμως η φλόγα τους δίνει φτερά στο «ξανά». Πάντα ήταν μπέρδεμα μαζί της. Ανεξήγητα τον άγγιζε η σιωπή της. Κι αν είναι κάτι, είναι η ελπίδα που χρειαζότανε το χάος του. Είναι από τις τρέλες τις πολύπλοκες. Αυτές τις υποτιθέμενα ανύπαρκτες. Ανύπαρκτες γι’ αυτούς τους σύγχρονους μουντούς που η φλόγα τους δεν πλέει.
Παρ’ όλα αυτά το στόρι έχει παλιώσει. Αυτός εδώ, εκείνη παραπέρα και στη μέση χιόνι. Ακόμη τους χωρίζει αυτό το χιόνι. Άτιμο πράγμα ο εγωισμός. Όλα τα καίει στο πέρασμά του, αγάπες, στιγμές, βόλτες απλοϊκές σε πάρκα ασήμαντα, ερημικά. Είναι πλέον αργά; Η αλήθεια είναι πως δεν είναι τόσο σημαντικό αυτό, όσο αν είναι διατεθειμένοι να κάνουν πέρα τον παλιοεγωισμό τους. Πάντως μωρά δεν είναι. Ξέρουν καλά πως το «δεν μπορώ» είναι μια απάτη. Το παραμύθι των δειλών που επέλεξαν να κάνουν την αλήθεια στάχτη. Όση φλόγα και να ρέει στο πάθος τους στο πέρασμα του χρόνου, η ελπίδα σιγοτρέμει.
Χρειάζονται κι οι δυο για να φτιαχτεί το «κάτι». Δε γίνεται μονόπλευρα, θα χαθεί το αστέρι. Αυτός που κάποτε το άφησε, τόσο απεγνωσμένα θέλει να το επαναφέρει. Μα την έχει κουράσει τόσο φως δίχως ουσία, τόσα «θέλω» μέσα στην απραξία. Άδικα προσπαθεί, δε θα γυρίσει. Πλέον μένουν μόνο δύο. Αυτός και ο γαμημένος του εγωισμός.
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα