Ήταν μια μέρα από εκείνες που αράζεις με τις ώρες στο γραφείο. Η δουλειά να κυλάει σαν τη χελώνα χωρίς στο τέλος να κερδίζει τον λαγό και η βαρεμάρα να χτυπάει κόκκινο. Μια βολτίτσα στο facebook σκέφτηκα είναι ό,τι πρέπει.
Φωτογραφίες από φίλους και γνωστούς, τραγουδάκια του συρμού κι άλλα πιο ψαγμένα μέχρι που το μάτι μου έπιασε ένα από εκείνα τα «ο τάδε έγινε φίλος με την τάδε».
Μόνο που η τελευταία τάδε, εκείνη που ο τάδε επέλεξε ως φίλη, δεν ήταν μια συνηθισμένη.
Στο όνομά της πάγωσα. Πολλές οι μνήμες μα μακάρι να ήταν όλες τόσο όμορφες όσο των πρώτων χρόνων, που η κολλητή μας παρέα είχε μονάχα γέλια, χαρές κι εξομολογήσεις.
«Μπα ζει αυτή;» αναρωτήθηκα μετά το αρχικό μούδιασμα και φυσικά έκανα αυτό που θα έκανες κι εσύ και η καθεμιά μας, φίλη κι αναγνώστρια. Μια βόλτα στο προφίλ της.
Συνηθισμένες γελαστές πόζες στα βράχια κάποιου κυκλαδίτικου νησιού με μπόλικο ψευτοbronze χρώμα στους ώμους, μεθυσμένες φωτογραφίες με νέες κολλητές πίσω από ποτήρια με τη μισή παραγωγή της Κούβας σε ρούμι, συμπλήρωναν το παζλ της νεοελληνίδας 30άρας. Η περιέργεια, όμως, εκεί. Να μου τρώει το μυαλό.
Ποιους άραγε από τους παλιούς μας φίλους συναντούσε ακόμη στην απέραντη μπλογκόσφαιρα εκτός από τον τάδε; Μια ματιά στους φίλους σκέφτηκα θα μου λύσει την απορία. Δεν ήταν και πολλοί και δε δυσκολεύτηκα να δω πως το όνομα του Γιωργου έλειπε.
Και ξάφνου η αρχική «κόκκινη» βαρεμάρα που την ακολούθησε η περιέργεια και η παγωμάρα, έγιναν ένας θυμός σαν κι εκείνους που εκατομμύρια μικρές βελόνες τσιμπούν το κεφάλι σου και το μέσα σου θυμίζει την κατσαρόλα της γιαγιάς όταν έφτιαχνε τη διάσημη φασολάδα της. Άγριος θυμός. Κόχλαζε κι άχνιζε.
Βλέπεις, φίλη κι αναγνώστρια, αυτή μόνο μια τυχαία τάδε δεν ήταν για μένα.
Ήταν εκείνη, η ‘Εφη, η βασίλισσα σε εκείνο το κάστρο που κανείς μας δεν τολμά να πλησιάσει. Εκεί που η ξύλινη πόρτα είναι κλειδαμπαρωμένη με σύρτες ατσαλένιους και που τα βράδια ακούγονται αντρικές φωνές απόλαυσης, μα όμως ζουν στ’ αλήθεια το όνειρό τους οι φυλακισμένοι; Ή μήπως η ίδια η λέξη «φυλακισμένοι» αναιρεί κάθε ελπίδα ευτυχίας κι ανέφελου ονείρου;
Καρδιακή φίλη, λοιπόν, η Έφη, μα και τα ελαττώματά της που ξεκάθαρα τα έβλεπα παρά τα 17 μου χρόνια, πολλά. Κι έτσι όταν μια μέρα στην προπόνηση μου ξεφούρνισε πως τυχαία γνώρισε τον αυτοκόλλητό μου, τον πιο αγαπημένο φίλο της ζωής μου το Γιώργο, θες η καταπόνηση στο σώμα μου, θες ένα ένστικτο που μόνο τα αδέρφια έχουν το ένα για το άλλο μου προξένησε τρόμο. Αδερφός από επιλογή ο Γιώργος και τρόμαξα. Χωρίς να ξέρω να σου πω γιατί. Οι μήνες που ακολούθησαν με δικαίωσαν με το χειρότερο τρόπο.
Φρεσκοχωρισμένος από εκείνον τον έρωτα που γράφουν οι γλυκανάλατοι «μια φορά σ’ όλη τη ζωή σου τυχαίνει», ο αδερφός από επιλογή διέφερε στα πάντα από εκείνη.
Όταν λέω στα πάντα, το εννοώ. Και να σου βγάλω στην άκρη τις διαφορές του χαρακτήρα, θα μου πεις και με το δίκιο σου τα αντίθετα έλκονται. Μα αν προσθέσεις στο ότι ο καλοσυνάτος κι αγαθός μέχρι αηδίας συνάντησε μια «μέγαιρα» που όταν βγαίναν ραντεβού η πρώτη σου εντύπωση ήταν η μανούλα που πήγε στο πάρκο το γιόκα της (δυο κεφάλια του ριχνε, αλήθεια), τι θα μου πεις;
«Γιώργο πρόσεχε. Το μόνο που σου λέω είναι αυτό. Πρόσεχε γιατί αυτή και την αδερφή σου θα σε βάλει να χωρίσεις» ήταν η δική μου εκδοχή των αγοριών της τρούμπας προς τον Γεωργίτση και το μουστάκι που τελικά του ξύρισε η Ζωίτσα η Λάσκαρη. Όμως εκείνος εκεί.
«Δε βλέπεις πόσο μ’ αγαπά; Τι θες δηλαδή; Να μπλέξω πάλι με καμιά σαν την προηγούμενη και να με μαζεύεις ξανά;». Μωρέ χίλια δίκια είχε. Και η προηγούμενη ήταν το πρώτο θύμα της νέας, της βασίλισσας. Η απαγόρευση χωρίς καν να κρατά τους τύπους. «Δε θέλω να της ξαναμιλήσεις» είπε και ελάλησε η βασίλισσα κι εκείνος μέχρι τότε Γιώργος και πια ταπεινός ακόλουθος Γιωργάκης το έπραξε την άλλη κι όλας μέρα.
Η καλημέρα στην Άννα κόπηκε μα σύντομα δεν άργησε να βγάλει με βάναυσο τρόπο από τη ζωή του κάθε θηλυκό. Εμού της ιδίας, της αδερφής από επιλογή, φυσικά συμπεριλαμβανομένης. Έκλαψα, φώναξα, μα σα να μιλούσα σε τοίχο. Ο πάλαι ποτέ Γιώργος, ο νέος Γιωργάκης εκτελούσε πια εντολές τη μέρα για να απολαύσει τη νύχτα και το 19χρονο μυαλό μου πάλευε να το χωνέψει.
Δεν έμεινα, όμως, για πάντα 19. Σήμερα που διαβάζεις αυτά που γράφω περιμένω να σβήσω τα κεράκια των 35 μου. Και δυστυχώς με τα χρόνια όχι μόνο δεν επέλεξα άλλον αδερφό αλλά γνώρισα πολλούς από τους ένοικους εκείνου του κάστρου, λίγο πριν αποσυρθούν για πάντα από τον κόσμο το δικό μας.
Τον κόσμο που πιστεύουμε πως έρωτας είναι να δίνεις και να παίρνεις, πως η ολοκληρωτική αγάπη τη φυλακή δεν την έχει συναντήσει ποτέ της και πως η παντόφλα ταιριάζει μόνο στα πόδια της γιαγιάς άντε και σε εκείνα τα χειμωνιάτικα χουχουλιάσματα κι όχι φυσικά στο άλλο μας μισό.
Κι όταν θα σβήσω τα κεράκια των 35 μετά το τυχαίο και κακό συναπάντημα, οι ευχές μου δε θα περιλαμβάνουν μόνο τσάντες Birkin και μια δουλειά χωρίς βαρεμάρα.
Θα ευχηθώ πάνω στο πρώτο «φφφφου» καμιά μας ποτέ ξανά να μην ξανακλείσει έναν άντρα σ’ εκείνο το φοβερό κάστρο και κανείς τους ποτέ να μην πουλήσει την ελευθερία της μέρας για την σιγουριά της απόλαυσης της νύχτας.