Γράφει η Δάφνη.
Τι γίνεται όταν ερωτεύεσαι κάποιον που δεν πρέπει; Όταν πραγματικά αυτή τη φορά η γνώμη του κόσμου μετράει πολύ; Όταν διχάζεσαι ανάμεσα στην καρδιά και τη λογική;
Όλα ξεκίνησαν από εκείνο το απόγευμα. Ένα απλό, καθημερινό απόγευμα που πας για καφέ στα στενά δρομάκια της Λευκωσίας με φίλους για να ξεσκάσεις από τη σχολή. Καθόμουν εκεί χαλαρή περιμένοντας την κολλητή μου να έρθει.
Την προσοχή μου τράβηξε ένας μελαχρινός τύπος απέναντί μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά με μαγνήτισε απευθείας. Φαινόταν να κάνει κάτι σαν έρευνα. Την όλη θέα μου έκοψε η κολλητή μου. Ξαφνικά τον έχασα από τα μάτια μου.
Σκέφτηκα κι εγώ πως ένας περαστικός ήταν. Ένας απλά ωραίος περαστικός, όπως κι άλλοι πολλοί. Καθώς μιλούσα με την κολλητή μου εμφανίστηκε μπροστά μου. Ο μελαχρινός τύπος στεκόταν μπροστά μου! «Γεια σας, κάνω μια έρευνα για το Πανεπιστήμιό μου, μπορώ να έχω λίγο από τον χρόνο σας, σας παρακαλώ;». Α, καλά λέω. Ακόμη ένας ξένος. Του απάντησα ναι. Κι όταν γύρισε…Χάθηκα.
Χάθηκα στο βλέμμα του. Φίλε, δεν υπήρχε τέτοιο βλέμμα. Με είδε με τα μάτια του μέσα στα δικά μου. Κι ήταν σαν να διάβαζε την ψυχή μου, λες κι ήμουν ανοικτό βιβλίο. Και μη φανταστείτε πως ήταν τίποτα σπουδαία μάτια. Ένα παράξενο πράσινο με καφέ.
Μου χαμογέλασε και μου έδωσε ένα ερωτηματολόγιο. Μόλις με άγγιξε, ένιωσα να με διαπερνά ένα κύμα ηλεκτρισμού. Και πιστεύω πως το ένιωσε κι αυτός, γιατί είδα το βλέμμα του ν’ αλλάζει.
Καθώς απαντούσα το ερωτηματολόγιο, δεν πρόσεξα πως η κολλητή μου έφυγε για λίγο. Στην αρχή ήταν λίγο ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα, μα αμέσως φρόντισε να την ξεδιαλύνει. Με ρώτησε τι κάνω, πόσο χρονών είμαι και τι σπουδάζω. Οικονομολόγος αυτός, ψυχολόγος εγώ. Τελείωσα το ερωτηματολόγιο και του το έδωσα. «Σε ευχαριστώ πολύ», είχα ξεχάσει πως δεν του είχα πει το όνομά μου. Δάφνη του είπα. «Σε ευχαριστώ πολύ Δάφνη, εμένα με λένε Σεμίρ, θα χαρώ να τα ξαναπούμε». Κι έφυγε.
Σεμίρ έλεγα και σκεφτόμουν τι να κάνει άραγε ένας τόσο όμορφος ξένος εδώ. Και καταράστηκα τον εαυτό μου που δεν τον ρώτησα πού σπουδάζει. Μέχρι τότε ήρθε κι η κολλητή μου -μα καλά που ήταν τόση ώρα!-.
Οι μέρες κυλούσαν κι εγώ σκεφτόμουν συνεχώς τα μάτια του. Εκείνα τα μάτια του, οι λέξεις δεν μπορούν να τα περιγράψουν. Έπρεπε όμως να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου. Ένας περαστικός ήταν, δεν έπρεπε να γίνει τόσο θέμα.
Μια εβδομάδα είχε περάσει από τότε που γνώρισα τον Σεμίρ, όταν καθώς περπατούσα στο δρόμο άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου. Κι όταν γύρισα δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν ο Σεμίρ. Δεν είχα να κάνω κάτι, έτσι όταν μου είπε να πάμε για καφέ δέχθηκα. Υπήρχε κάτι που με μαγνήτιζε σ’ αυτόν, μα ταυτόχρονα κάτι μου έλεγε να μείνω μακριά του.
Αρχίσαμε να μιλάμε γενικά για τις σπουδές, τι του αρέσει να κάνει τον ελεύθερό του χρόνο. Κι αυτό συνεχίστηκε για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Πηγαίναμε συνεχώς για καφέ κι ένιωθα πως ερχόμασταν πολύ κοντά. Η χημεία που είχαμε ήταν εκπληκτική, ήταν λες και συμπληρώναμε ο ένας τον άλλο.
Έπιανα τον εαυτό μου να του λείπει ο Σεμίρ, όταν δε μιλούσαμε. Μα καλά τι είχα πάθει, είχαμε δεθεί πολύ. Είχαμε να βρεθούμε δύο μέρες κι επιτέλους θα τον έβλεπα. Όταν τον είδα με αγκάλιασε τόσο σφικτά που μου άρεσε μπορώ να πω. Του άρεσε το γιορτινό κλίμα που υπήρχε. Τον ρώτησα αν θα επισκεφθεί την οικογένειά του τώρα που έρχονται Χριστούγεννα κι εκεί γέλασε. Του είπα γιατί γελάς. Και μου είπε πως συνήθως δε γιορτάζουν τα Χριστούγεννα, αν και του ίδιου του αρέσουν.
Εκεί κάπως σάστισα και του λέω μα γιατί, ποια χώρα δε γιορτάζει τα Χριστούγεννα; Τον είδα κάπως νευρικό. Οι επόμενές του λέξεις με άφησαν άφωνη. «Ξέρεις Δάφνη, είμαι Τουρκοκύπριος». Μου φάνηκε πως το είπε τόσο γρήγορα και του ζήτησα να το επαναλάβει, και το επανέλαβε. Όλο αυτό φαινόταν ψεύτικο, λες και κάποιος μου έκανε πλάκα.
Διάολε, σκέφτηκα. Είναι Τουρκοκύπριος. Του είπα πως έπρεπε να φύγω, μα λογικά κατάλαβε κι αυτός. Οι επόμενες μέρες δεν περνούσαν και τόσο ευχάριστα. Τον είχα συνεχώς στο μυαλό μου, δεν έλεγε να βγει. Συνεχώς φανταζόμουν εικόνες μαζί του, πως είμαστε μαζί, πως περπατάμε μαζί.
Γαμώτο, πρέπει να σταματήσω. Δε γίνεται, είναι Τουρκοκύπριος. Τι θα πει η οικογένειά μου γι’ αυτόν; Θα τον δεχτεί;
Όλα αυτά γυρίζουν συνεχώς στο μυαλό μου. Να αφήσω έναν άνθρωπο που μου ξύπνησε κάτι μέσα μου και ν’ ακούσω τη λογική μου που μου λέει να μην ξαναψάξω για τον Σεμίρ; Ή να ακούσω την καρδιά μου και να πάω να τον βρω αψηφώντας όλα κι όλους;
Ο χρόνος λογικά θα δείξει.