Γράφει η Α.
Ξέρω, θες να δεις εδώ κάτι που θα σε φτιάξει, κάτι να έχεις να διαβάζεις μία στο τόσο που να σου θυμίζει τις πιο απόκρυφες στιγμές μας, να φτιάχνεσαι περισσότερο στην ιδέα ότι κάτι που έζησες εσύ θα μπορεί να το διαβάσει ο καθένας, ξανά και ξανά. Μα κυρίως εσύ. Να αναπαρίσταται στην οθόνη του μυαλού σου κάθε κίνηση, κάθε ηδονικός μορφασμός, κάθε ανάσα, μέσα από τις λέξεις μου. Οι σταγόνες της βροχής να χτυπάνε με δύναμη το τζάμι ενώ εμείς… Δε θα στο κάνω το χατίρι. Όχι σήμερα.
Λατρεύεις να δίνω στις λέξεις μορφή και να ζωηρεύουν τη φαντασία σου μαζί με τις στιγμές που αποτυπώθηκαν επάνω στο δέρμα μας ενώ αυτό ακόμα έκαιγε. Σε έχω μάθει πλέον και με παρασύρεις με τέτοια μαεστρία που λέω «σε παραδέχομαι». Και μη στραβώσεις, μου αρέσει κι όχι μόνο επειδή αρέσει σ’ εσένα –που κι αυτό από μόνο του θα ήταν αρκετό- μα και σ’ εμένα. Να ‘ξερες μόνο τη δύναμη των λέξεων για να δεις πόσο μ’ αρέσει.
Μα είπα, δε θα στο κάνω το χατίρι. Δε θα με παρασύρεις πάλι, όσο και να τη βρίσκω όταν το καταφέρνεις. Αυτή τη φορά, θα προσπαθήσω να σε ταξιδέψω αλλιώς. Θα προσπαθήσω να λύσω τοn γρίφο σου. Κι ας πέσει η προσπάθειά μου στο κενό. Σε είδα στο όνειρό μου και δε θύμιζες σε τίποτα εσένα. Ένας άγνωστος που κάτι μου έφερνε, κάτι πολύ μακρινό. Σάστισα στην αρχή, δε θα σου πω ψέματα. Τα μάτια σου, το βλέμμα σου, το χαμόγελό σου, ακόμα και το περπάτημά σου σού έμοιαζαν τόσο πολύ και ταυτόχρονα καθόλου, με αποτέλεσμα να μη μου θυμίζουν εσένα. Και πάλι όμως κατάφερες να με κεντρίσεις.
Δε μιλούσες όπως είχα συνηθίσει να σ’ ακούω, ακόμα κι ο τόνος της φωνής σου ήταν διαφορετικός. Όλα επάνω σου ήταν διαφορετικά και διαπίστωσα μόνο αφού ξύπνησα ότι ήσουν εσύ. Ακόμα κι έτσι όμως με γοήτευσες, ήθελα να σε μάθω, να φλερτάρω μαζί σου, να σε ζήσω. Πώς το κατάφερα ακόμα και στον ύπνο μου να σ’ ερωτευτώ ξανά δεν ξέρω. Μα θα σου πω κάτι. Όπως οι λέξεις έχουν απίστευτη δύναμη -και ξέρεις πόσο μου αρέσει όταν ασκώ επάνω σου μια δύναμη σαν αυτή- έτσι είναι και με τη σκέψη. Μετά από τ’ όνειρο, αυτό το αλλόκοτο μα παράδοξα υπέροχο, σε είδα διαφορετικά, με τα μάτια μου ανοιχτά.
Ξέρεις τι διαπίστωσα; Στο όνειρο μα κι όταν σε κοίταζα ήσουν ο ίδιος κι απλώς μέχρι τώρα δεν μπόρεσα να το δω καθαρά ώστε να το αναλύσω και να το τακτοποιήσω όμορφα κι ωραία στο μυαλό μου, δίπλα στη μορφή σου. Ερωτεύτηκα τη σκέψη που μου ερχόταν μαζί μ’ αυτό που με έκανες να νιώθω και δεν έβλεπα πως σ’ ερωτεύτηκα ολόκληρο χωρίς να το ξέρω. Μέσα από τις λέξεις μου γοητευόσουν από αυτό που με έκανες να βλέπω. Κι έτσι, έχασα όλα τα κομμάτια που έλειπαν.
Πραγματικά, σε παραδέχομαι. Διχάστηκα κι αναρωτήθηκα πόση δύναμη έχει πράγματι μια σκέψη. Ερωτευόμαστε σκέψεις και τις προβολές του εαυτού μας επάνω σε κάποιον τόσο συχνά, που ξεχνάμε εν μέρει να ερωτευτούμε το ίδιο το πρόσωπο. Σε παραδέχομαι, γιατί νόμιζα πως ήξερα τι έκανα και γιατί. Χάθηκα σ’ αυτό που με έκανες να νιώθω, μα βούτηξα ακόμα πιο βαθιά μέσα στο όμορφο αυτό χάος και διαπίστωσα τελικά πόσο με θες κι εσύ. Και δε θα μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό μου, ακόμα κι αν μου το έλεγες συνεχώς.
Κι εσύ, δε μ’ άφηνες να δω μέχρι να ‘σαι σίγουρος για ό,τι νιώθω. Έξυπνο και χρειάζεται μαεστρία για να καταφέρεις κάτι τέτοιο. Να με παρασύρεις όπως κι όσο θέλεις, ξέρεις άλλωστε πόσο μ’ αρέσει. Ίσως πάλι, να σε βοήθησε η τύχη, μα ξέρουμε κι οι δύο πως δεν πιστεύουμε σ’ αυτή. Ξέρεις, σε ξέρω λίγο καλύτερα απ’ όσο νομίζεις!
Λοιπόν, τώρα που έλυσα τον γρίφο, με παραδέχεσαι;