Γράφει η Μαρία Αναγνώστου.

Ο πατέρας σου έφυγε.

Ούτε που το πήρες χαμπάρι.

Όσο αδιάφορη ήταν η παρουσία, άλλο τόσο και η απουσία του.

Η ιδέα να χάσεις την μάνα σου είναι τρομακτική.

Τρέμεις μόνο που το σκέφτεσαι.

Ο χαμός του πατέρα όμως δεν σε άγγιξε.

Αυτό έδειξες.

Αυτό τουλάχιστον είδαν οι τρίτοι.

Ήσουν εξοικειωμένος με την απώλεια του.

Όχι την πρακτική που ήρθε και σφράγισε ο θάνατος του, αλλά την ουσιαστική.

Τον έχασες την μέρα που γεννήθηκες.                                       

Εξαφανίστηκε μετά το χαμόγελο του ερχομού σου.

Λίγο κράτησε η πατρότητα για εκείνον.

Μονάχα ελάχιστα δευτερόλεπτα δέους και συγκίνησης.

Έπειτα πήρε τη θέση του επίπλου μες στο σπίτι.

Αυτό το βαθούλωμα στον καναπέ που δεν θυμάσαι πώς δημιουργήθηκε.

Δεν τον θυμάσαι να κάθεται πάνω στον καναπέ που είχε γίνει δεύτερο πετσί του.

Όσο εσύ κοιμόσουν.

Γύρναγε κουρασμένος αργά το βράδυ όταν δεν υπήρχαν γέλια και φωνές στο διαμέρισμα.

Απολάμβανε το τίποτα του.

Ακόμα κι όταν χώρισαν οι γονείς σου, δεν αισθάνθηκες πως τον χάνεις.

Δεν τον είχες ποτέ.

Μετακινήθηκε η φιγούρα του όμως.

Έγινε ο άνθρωπος, καρέκλα.

Σε καφετέριες, σε εστιατόρια, σε μπαρ λίγο αργότερα.

Καθώς καθόταν και κάπνιζε τον κοίταζες επίμονα.

Ποιος είσαι;

Μετά από λίγο βυθιζόταν στην καρέκλα.

Ούτε που τον παρατηρούσες μέσα στο χώρο.

Μιλούσε και εσύ είχες το βλέμμα καρφωμένο κάπου αλλού.

Αόρατος.

Τυπικές συναντήσεις μέχρι το τέλος.

Ποιο τέλος;

Ούτε τέλος, ούτε μέση είχε.

Αφού δεν είχε αρχή.

Όλοι ντύθηκαν και ξεκίνησαν να πάνε να του πουν το τελευταίο αντίο.

Ντύθηκαν όχι μόνο με ρούχα αλλά και με πρόσωπα υποτιθέμενης θλίψης.

Πρόσωπα που κότσαραν κι ένα μαύρο γυαλί για να μην φαίνονται τα πρησμένα μάτια από το «κλάμα».

Εσύ ανέκφραστος.

Θυμωμένος, μέσα σου να βράζεις.

«Άραγε στενοχωριέται κανείς αληθινά;», αναρωτιέσαι.

«Άραγε άγγιξε κάποιον άνθρωπο ο πατέρας;»

Εσένα πάντως, όχι.

Τείχη ατσάλινα, που έφταναν ως τον ουρανό.

Σκαρφάλωνες από μικρό παιδί να φτάσεις στην κορυφή και να τα προσπεράσεις.

Δεν σε άφησε όμως.

Τα χτύπαγες με μανία μήπως σπάσουν.

Μάταια.

Η μητέρα μια ζωή να τον δικαιολογεί.

Μερικές φορές έπαιρνε τη θέση του, κομπάρσος.

Δεν της ταίριαζε ο ρόλος του πατέρα.

Δικαιολογούσες την ατίθαση φύση σου με ταμπέλες που σε βόλευαν.

«Είμαι παιδί χωρισμένων γονιών.»

«Έλειπε το πατρικό μοντέλο στη παιδική μου ηλικία.»

Απείθαρχος και αντιδραστικός.

Στο φινάλε ξεσπάς και εσύ.

Σου σφίγγει το χέρι η μάνα.

Κλαις με λυγμούς.

Όλοι νομίζουν πως είσαι συντετριμμένος με τον θάνατο του.

Μα εσύ κλαις γιατί του είχες πει αντίο χρόνια πριν.

Όταν ήταν ήδη φυγάς στη ζωή του.

Όταν τον ρούφηξε ο καναπές και χάθηκε.