Γράφει ο Τyler Durden.

 

Το τηλεφώνημα κράτησε 7 λεπτά και 36 δευτερόλεπτα όπως τον πληροφόρησε η οθόνη του κινητού του. Εφτάμιση λεπτά επικοινωνίας που θα μπορούσαν να τα αλλάξουν όλα, για καλό ή για κακό. Θα την έβλεπε. Αύριο θα πήγαινε να τη βρει. Έτσι συμφώνησαν. Η πρώτη φορά που συμφώνησαν σε κάτι μετά από χρόνια.

Έμεναν λίγες ώρες ακόμη για να ξημερώσει. Χρειαζόταν σίγουρα αλκοόλ για να αντέξει τα όσα θα έρχονταν. Απ’ την άλλη, αυτή ήταν και μια πολύ καλή δικαιολογία για να πιει ακόμη μία φορά. Συνήθως δε χρειαζόταν δικαιολογίες για να πιει. Τώρα, όμως, είχε μία κι ήταν καλή. Δεν ήταν μέρα για δουλειά η αυριανή και το ήξερε. Ήταν μέρα περισυλλογής, ήταν μέρα αποφάσεων, ήταν μέρα πράξεων πιο δυνατών από λόγια, ήταν η μέρα που ένας κλόουν στο Θιβέτ θα έκανε βουτιά θανάτου από ένα ύψωμα επειδή απέτυχε ένα τρικ του.

Αποφάσισε να πάει στο μόνο σημείο που θα ήταν ανοιχτό τέτοια ώρα. Εκεί που χάνονταν με την παρέα του στα φοιτητικά τους χρόνια τα πρωινά, για σβήσιμο όπως έλεγαν με μερικές μπίρες, εκεί που πήγαιναν κυρίως για να ξεχάσουν, σήμερα όμως θα πήγαινε για να θυμηθεί.

Η ατμόσφαιρα μέσα στο καταγώγι που αποκαλούσαν στέκι, εξαιτίας του καπνού, ήταν αποπνιχτική. Κανονικά δε θα έπρεπε να επιτρέπεται το κάπνισμα σε ένα τόσο μικρό μπαράκι, αλλά στο συγκεκριμένο νόμος ήταν το δίκιο του πελάτη. Τρεις βρίσκονταν στη μικρή μπάρα. Εκείνος, ο Τζον Κονσταντάιν κι ένας πήγασος με πρόσωπο μονόκερου που τον έλεγαν Δον Αλβάρεζ Ντε Βίγια. Ναι, καλά καταλάβατε, ήταν Ισπανός. Είχαν πιάσει την κουβέντα, στην οποία συμμετείχε ανά διαστήματα κι ο πιανίστας του μπαρ. Την υπόλοιπη ώρα έπαιζε σονάτες.

Ο Πήγασος ήταν μεγάλη «γκομενοπαγίδα». Έκανε τα τσαλιμάκια του, κάλπαζε στον αέρα, ενώ μπορούσε να κάνει  την ανάγκη του πετώντας, «ραίνοντας» τους ανυποψίαστους περαστικούς που πίστευαν πως ψιχάλιζε. Καμία βραδιά, όσο τον είχε στην κατοχή του, δεν την πέρασε μόνος. Οι γυναικείες παρουσίες, γοητευμένες απ’ το φτερωτό άτι, πήγαιναν σε εκείνον για να σβήσουν την ακόρεστη δίψα τους, όμως κάποια μέρα τα χαλάσαν στα λεφτά.

Ο αχόρταγος γερό-γάιδαρος απαίτησε να του διπλασιάσει το μηνιάτικο! Δεν το δέχτηκε. Από τότε είχε να έρθει κοντά με κάποια, εκτός από εκείνη μόνο, την Κατερίνα, εκείνη τον αγαπούσε γιατί απλά ήταν εκείνη. Δε θα του έλεγε «σ’ αγαπώ», του ‘λεγε, «είσαι ηλίθιος» μα ήξερες πως αν άκουγες αυτό το «είσαι ηλίθιος» τότε σίγουρα ήσουν ο πιο τυχερός άνθρωπος στον κόσμο.

Γιατί, Πήγασε; Σκέφτηκε. Γιατί εισχώρησες κι εσύ στα παλιοκομμούνια; Περασμένα ξεχασμένα όμως. Οι ασυναρτησίες του με μια γενναιόδωρη τζούρα αλκοόλ, είχαν ήδη μετατραπεί σε παραλήρημα. «Δεν πρόκειται να τη βρεις με τίποτα, είσαι πολύ πιωμένος, πίτα», του είπε ο φίλος του ο Τζον. «Δεν πειράζει, ίσως βρεις εσύ κάποια και για τους δυο μας», απάντησε και του άναψε με τον αναπτήρα το τσιγάρο.

«Παιδιά, σας πειράζει να παραγγείλω πριν από σας; Είναι η πρώτη μου φορά…», διέκοψε ο πήγασος-μονόκερος. «Πόσο καιρό έχεις να πιεις, μονόκερε;», τον ρώτησε. «Δύο αιώνες και κάτι ψιλά, μωρέ, αλλά σήμερα θα απαλλαγώ απ’ το στίγμα, το πήρα απόφαση, όλοι οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν, με λένε πιτσιρικά.». «Μπράβο σου, μονόκερε», του είπε με ένα μισοσβησμένο χαμόγελο ο Τζον Κονσταντάιν κι άναψε ακόμη ένα τσιγάρο. Ένα γιγάντιο καλαμάρι μπήκε στην αίθουσα. Αιωρούνταν στο μέσο της και φαίνονταν ανήσυχο. Ο πιανίστας έπαιζε την 9η συμφωνία του Μπετόβεν…

Πρωί…

Ένας καχεκτικός ήλιος τραβούσε το δρόμο για την ανατολή, ένα κερί σε ένα παράθυρο απέναντί του ακολουθούσε το ίδιο ακριβώς δρομολόγιο. Έδωσε 50 λεπτά στον έναν ζητιάνο που καθόταν δίπλα του, του έδωσε 20 λεπτά ρέστα. O σκύλος έξω απ’ το μπαρ γάβγιζε περιπαικτικά. Πάντα ήταν περιπαικτικός ο τόνος του. Σαν να ήξερε. Πέρασμα στ’ ακρόνειρο…

Καθισμένος στο παγκάκι, συνέχισε να κοιτάζει τον ουρανό. Τα μάτια του, όμως, ήταν απλανή, γυάλινα. Σκεφτόταν εκείνη και μόνο εκείνη, όμως, και τον εαυτό του έτσι για αλλαγή. Αλλαγή δική του μάλλον. Στο μυαλό του χόρευε μια φωνή που το τρυπούσε, μπορεί να ήταν και το hangover.

«Σε βλέπω, ανθρωπάκο. Σε βλέπω μόνο σε ένα άδειο παγκάκι. Στο δρόμο που περπατάς, ανθρωπάκο, κάπου έχασες τον εαυτό σου. Δεν είναι αργά. Δεν υπάρχουν μονόδρομοι, μόνο σταυροδρόμια. Σταυροδρόμια παντού. Ευχή και κατάρα μαζί, ανθρωπάκο. Με θλίβεις, ανθρωπάκο. Αλήθεια, αναζητείς ηθική, σε μια ανήθικη κοινωνία; Επιμερίζεις το όλο, ξεχνώντας πως κάθε του πτυχή έχει μπολιαστεί με το σαράκι που το κατατρώει. Ηθικολογείς και λαϊκίζεις, ανθρωπάκο, κάθε σου λέξη όμως σε σπρώχνει μακρύτερα απ’ τη λύση του προβλήματος.

Δε φταις μόνο εσύ όμως, ανθρωπάκο. Φταίει o χρόνος κι η συνήθεια. Εκείνο το ηρεμιστικό που χορηγούν στους ετοιμοθάνατους, για να μην τους ενοχλεί και τόσο το γεγονός πως πεθαίνουν. Εσύ, όμως δεν είσαι ετοιμοθάνατος, ανθρωπάκο. Δεν το χρειάζεσαι το ηρεμιστικό. Οφείλεις να ανοίξεις την πόρτα και να αντικρίσεις τον ήλιο, που έχεις ξεχάσει πια τι χρώμα έχε. Στα στέρησαν όλα, δεν έχουν, όμως, το δικαίωμα να το κάνουν, ανθρωπάκο. Κι εσύ έπρεπε να το ξέρεις. Ένα πράγμα, όμως, δεν μπορεί κανείς να σου στερήσει: το μέλλον.

Αποχωρίσου τα κομμάτια του παλιού σου εαυτού, χρησιμοποίησε ό,τι έμαθες κι ό,τι έχασες στο παρελθόν και φτιάξε την καινούρια σου εικόνα, αυτή που στον καθρέπτη του μέλλοντος θα τολμάς να αντικρίσεις χωρίς ντροπή. Γιατί τώρα νιώθεις ντροπή, ανθρωπάκο κι εγώ το ξέρω. Φαντάσου μια νύχτα του Φλεβάρη, ανθρωπάκο. Εκείνη την εποχή που ο χειμώνας αγγίζει τα όρια της άνοιξης. Αυτή είναι η κατάλληλη εποχή για όνειρα. Όνειρα, στα οποία η λέξη “ανθρωπάκος” δεν υπάρχει.»

Κούνησε το κεφάλι του σαν να ξύπνησε από άσχημο όνειρο. Πέταξε το τελευταίο του τσιγάρο. Ο παράδεισος δε δέχεται περαστικούς που σκόνταψαν στην πόρτα. Θα την έβλεπε. Σηκώθηκε και πήρε το δρόμο για το σταθμό των τρένων…