Γράφει η Λωρέτα Καμπ.
Πολύ ωραίο καταφύγιο το σκοτάδι, δε βρίσκεις; Ξέρεις, εκείνο το σκοτάδι που επικρατεί κάμποσα χιλιόμετρα κάτω απ’ την επιφάνεια της θάλασσας και δεν αφήνει τη ζωή να αναπτυχθεί. Είναι αποπνικτικό, μαύρο, χωρίς όρια και σε κρατάει αιχμάλωτο στα βάθη του με αλυσίδες που δεν μπορείς να σπάσεις, ίσως που δε θέλεις να σπάσεις!
Δε θέλεις γιατί μέσα σε αυτό το έρεβος έχεις βρει τον εαυτό σου, βυθίζεσαι άφοβα στις σκέψεις σου και δεν επιτρέπεις σε κανέναν να διαβάσει τα συναισθήματά σου. Νιώθεις ασφαλής, γιατί το σκοτάδι είναι το καταφύγιό σου, σε καταλαβαίνει χωρίς να ζητάει εξηγήσεις και το έχεις αγαπήσει γιατί στέκεται δίπλα σου ως ακίνητος φρουρός.
Σε βολεύει που είσαι μόνος σου εκεί κάτω, διότι κανένας δεν μπορεί να σε πληγώσει πλέον. Άλλωστε δεν ξεχνάς ότι εξ αιτίας κάποιων ανθρώπων κατέληξες εκεί. Σε υποτίμησαν, σε χτύπησαν στο αδύναμό σου σημείο, έδιωξαν καθετί φωτεινό μέσα σου κι έσβησαν την κάθε σου ελπίδα. Ως αποτέλεσμα αυτών, λοιπόν, διάλεξες το μαύρο, το χρώμα του μυστηρίου και του κρυφού, του ανεξερεύνητου που περιμένει με ανυπομονησία κάποια θαρραλέα ψυχή να ανακαλύψει τα μυστικά του.
Μέσα σου πάντα, όμως, τρεμοπαίζει το φως μιας μικρής φλόγας που περιμένει να αναζωπυρωθεί, να βρει τη δύναμη να ζεστάνει την ψυχή σου και το παγωμένο συναίσθημά σου. Περνούν τα χρόνια. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν χωρίς πολλές-πολλές εξηγήσεις και το φως μέσα σου χάνει την ελπίδα του, πνίγεται στη βεβαιότητα ότι θα μείνει για πάντα μόνο του σ’ έναν κόσμο ψευτιάς κι υποκρισίας. Ώσπου κάποια στιγμή, απ’ το πουθενά, έτσι βίαια, μια αχτίδα φωτός τρυπά τη μαύρη ασπίδα σου και απειλεί την ασφάλεια και το καταφύγιό σου!
Θέλεις να κρυφτείς, να φύγεις, να κλειστείς! «Μα αυτό δεν ήταν ποτέ δύσκολο για σένα, άρα τώρα γιατί μοιάζει ακατόρθωτο;», σου ψιθυρίζει η ψυχή σου. Ψάξε την απάντηση στη φλόγα σου, εκείνη τη μικρή που κάποτε τρεμόπαιζε και περίμενε ευκαιρία αναζωπύρωσης. Μάντεψε! Η αχτίδα αυτή που σ’ έκανε να φοβηθείς και να υψώσεις απότομα τα τείχη σου έκανε το θαύμα της. Έτσι απροειδοποίητα έπεσε στο βυθό σου και γαντζώθηκε με βία στο μαύρο μανδύα σου, αρνούμενη να φύγει.
Αυτό το φως, ξέρεις, είναι εκείνος ο άνθρωπος που σου έστειλε ο Θεός για να σου διαλύσει τους φόβους σου, τους ενδοιασμούς σου και τις ανασφάλειές σου. Να σου δείξει πως ο κόσμος του δεν είναι γεμάτος κακία και ψεύδος, αλλά περιλαμβάνει καλοσύνη κι αλήθεια, που κρύβονται σε σπάνια και δυσεύρετα διαμάντια. Κι αυτό το κατανοείς απ’ το ότι ο άνθρωπος αυτός δεν κατέβαλε ποτέ προσπάθεια για να σε καταλάβει.
Αποδέχθηκε τις σκέψεις του σαν να ήταν δικές του, σε αγκάλιασε σα να ήσουν κομμάτι του εαυτού του, έγινε το yang στο yin σου κι ανέβηκε αβίαστα στο θρόνο της καρδιάς σου, ο οποίος τόσα χρόνια έστεκε μόνος του εγκαταλελειμμένος κι αραχνιασμένος. Ένιωσες ακαριαία, με το που το γνώρισες, ότι τον ήξερες χρόνια κι έγινε μονομιάς κομμάτι σου, σημαντικότερο ακόμα κι απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό!
Και αυτό σε τρόμαξε, γιατί παρότι διέλυσε τους φόβους σου, σου δημιούργησε έναν καινούριο∙ το φόβο της απώλειας. Πως κάτι θα συμβεί και θα τον χάσεις, αφήνοντας το θρόνο σου κενό. Μα σου υποσχέθηκε, όπως υποσχέθηκες κι εσύ σ’ εκείνον, ότι δε θα σε αφήσει να φύγεις και να βυθιστείς ξανά στο σκοτάδι σου. Κι ήταν απ’ τους όρκους τους ατσάλινους, εκείνους που έχουν βάρος ασήκωτο και σε δεσμεύουν για μια ζωή!
Μα αυτό ακριβώς είναι το νόημα της φιλίας, η μαγεία της. Να δίνεις όρκους που δεν έχεις δώσει ποτέ σε άλλον, να μη φοβάσαι να τσαλακωθείς και να κλάψεις, να ξεγυμνώσεις την ψυχή σου και να δείξεις τις αδυναμίες σου. Να τον βάζεις πάνω από όλους κι από όλα, ακόμα κι από εσένα τον ίδιο!
Ναι, σε εσένα μιλάω! Που πληγώθηκες, που κρύφτηκες στο σκοτάδι σου. Την αδερφή ψυχή σου αγάπησέ την, εμπιστέψου την, δώσ’ της ό,τι έχεις και δεν έχεις! Είναι ωραίο ν’ αγαπάς κι είναι ωραίο να φοβάσαι! Άλλωστε, ο φόβος της απουσίας δεν είναι εκείνος που σε κάνει να προσπαθείς κάθε μέρα να την κρατήσεις κοντά σου;