«Άντε βρε θεία πια. Μεσημέριασε».
Η φωνή της μικρής μου αν και γλυκιά σαν τη μερέντα που αγαπούσε από μωρό, ακούστηκε σαν κρότος, κόβοντάς μου στη μέση το κυριακάτικο χουζούρεμα.
«Μωρέ καλά λέει ο μπαμπάς πως εσύ κι ο ύπνος είστε γεννημένοι ο ένας για τον άλλο» συνέχισε αφού μου σήκωσε το πάπλωμα δίνοντάς μου ένα φιλί.
Ήθελα δεν ήθελα η δόλια η θεία έπρεπε να το πάρω απόφαση. Ένα τελευταίο τρίψιμο των ποδιών κάτω από τη ζεστασιά των πούπουλων και βουρ στην καφετιέρα.
Ένας καφές στα γρήγορα, ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι (α όλα κι όλα το παιδί να μην αναπνέει τα δηλητήρια) και σε πέντε λεπτά έτοιμη να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου.
«Την Κυριακή θέλω να πάμε για βόλτα και καφέ σα μεγάλες φιλενάδες» είχε πει η 13χρονη αγαπημένη μου όταν έφτασε το πρωί της Πέμπτης κι αφού 13 χρόνια χατίρι δεν της χάλασα, σιγά που θα το έκανα τώρα.
Βγήκαμε από το σπίτι, με κράτησε από το μπράτσο γιατί έτσι είχε δει πως έκαναν οι φιλενάδες και ξεκινήσαμε.
Θα κάναμε σκάρτα 200 μέτρα όταν την ένιωσα να φεύγει και να κολλάει το μουτράκι της σε μια βιτρίνα σαν την πεταλουδίτσα στο φως. «Τι ωραία που έρχονται Χριστούγεννα» μου φώναξε κοιτάζοντας χιονάτες μπάλες και στρουμπουλούς Αγιοβασίληδες σ’ ένα από εκείνα τα γιορτινά μαγαζιά που κάθε χρόνο όλο και νωρίτερα φροντίζουν να γεμίσουν τις βιτρίνες τους μ’ όλου του κόσμου τα καλά.
«Ναι, μωρό μου αλλά 29 Οκτώβρη έχουμε. Σε λίγο θα μας τα φέρνουν τα Χριστούγεννα από το Δεκαπενταύγουστο» μουρμούρισα.
Εκστασιασμένη η μικρή ούτε που την άκουσε τη μπηχτή μόνο κοιτούσε θαμπωμένη τη βιτρίνα κι ευτυχώς για το πορτοφόλι μου ο βιαστικός να μας βάλει σε γιορτινό mood καταστηματάρχης προτίμησε να περάσει το μεσημέρι της Κυριακής στην οικογενειακή θαλπωρη παρά να εκμεταλλευτεί τους νέους νόμους.
Κάποτε η ανιψούλα μου αποφάσισε να ξεκολλήσει από τους στολισμούς και να δηλώσει πως ήρθε η ώρα να πιούμε καφέ σα μεγάλες.
Καθίσαμε, λοιπόν, αναπαυτικά, παραγγείλαμε σοκολάτες και απολαμβάναμε το φθινοπωρινό σκηνικό.
«Τα εισιτήρια για τα Χριστούγεννα τα έκλεισες, θεία;» με ρώτησε ξαφνικά για να σκάσει ένα λαμπερό χαμόγελο στο «ναι» και να δηλώσει με ενθουσιασμό πως είναι πολύ «wow» οι γιορτές που είμαστε όλοι μαζί και κανείς μόνος του.
Στο άκουσμα της τελευταίας της φράσης χαμογέλασα. Πικρά. Κι εκείνη με εκείνο το ένστικτο που μόνο ένα παιδί έχει μου έφερε στο μυαλό ένα στίχο. «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα».
Με κοίταξε με απορία μα και με ένα βλέμμα θλιμμένο σα να μου λέει «παιδί είμαι, όχι χαζή».
Δίκιο έχει, σκέφτηκα και αφού τόσο πολύ ήθελε να πιούμε καφέ (έστω σοκολάτα) σα φιλενάδες, αποφάσισα να της μιλήσω για τη μοναξιά και πως το είναι από το φαίνεσθαι απέχουν γαλαξίες.
Άνοιξα το στόμα μου, μα οι λέξεις έμειναν κολλημένες.
Πώς να χαλάσεις σ’ ένα παιδί όλο το παραμύθι και πως να του πεις πως αυτή τα Χριστούγεννα για εκείνους τους τυχερούς που η ψυχή τους έχει ό,τι λαχταρά έχουν χρώμα χρυσό και λαμπερό, κατακόκκινο όπως οι μπάλες του δέντρου, όμως για άλλους οι στολισμοί που έρχονται νωρίς νωρίς πασπαλίζουν με αλάτι κι όχι με ζάχαρη άχνη τις πληγές τους;
«Ήταν πολλά χρόνια πριν γεννηθείς, πριν καν γνωριστούν η μαμά κι ο μπαμπάς κι ήμουν κι εγώ μικρή και πιο τρελή απ’ ότι με βλέπεις τώρα» ξεκίνησα τη διήγηση σαν παραμύθι, με λυπημένο, όμως τέλος.
Γιατί εκείνος ο Δεκέμβρης των 20 μου χρόνων έμελλε να με σημαδέψει για πάντα και να μου αφήσει, 25 χρόνια μετά, τις πληγές του ακόμη νωπές να ανοίγουν και να τρέχουν όχι αίμα αλλά δάκρυα κάθε που έφταναν οι γιορτές.
Αρχές του Δεκέμβρη τον γνώρισα τον έρωτα κι όσα είχα διαβάσει γι’ αυτόν ήταν λίγα και μικρά μπροστά στη δίνη που με παρέσυρε. Σαν σίφουνας εκείνος ήρθε στη ζωή μου και με φόντο το χριστουγεννιάτικο Παρίσι, εκεί που συναντηθήκαμε φοιτητές και οι δυο, έζησα κάτι που ούτε το Χόλιγουντ κατάφερε ποτέ να βάλει στη λίστα με τους μεγάλους έρωτες.
Ποιητικό και μελό το ξέρω, όμως στη γη δεν πάτησα για έναν ολόκληρο μήνα.
Δε θυμάμαι ούτε να έφαγα, ούτε να κοιμήθηκα μην τον χάσω από τα μάτια μου. Το μυαλό μου χωρούσε μονάχα εκείνον και τα λόγιατου. Δεν ήταν το κορμί μου, ούτε καν το μυαλό. Έκανε έρωτα στην ψυχή μου νύχτα μέρα και μ’ έκανε να πετάω στον ουρανό παρέα με τα χριστουγεννιάτικα βεγγαλικά.
«Δε θέλω στη ζωή σου να μάθεις στα κλισέ, μωρό μου, όμως κι αυτά και κυρίως εκείνο που λένε ότι είναι πολύ καλό για να είναι αληθινό, δε θα τα λέγαμε κλισέ αν δεν ίσχυαν» γύρισα ξάφνου και της είπα κι εκείνη με κοιτούσε αποσβολωμένη. Τι τα ήθελα τώρα και τη στενοχώρησα;
Γιατί να της χαλάσω το όμορφο όνειρο; Γιατί να μάθει στην τρυφερή της ηλικία πως τα φαινόμενα απατούν, όπως κι εκείνος;
Ναι υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μονάχοι. Μα είναι αυτή η εμφανής μοναξιά που τους απαλλάσσει από τα αναγκαστικά χαμόγελα και την υποχρεωτική συμμετοχή στην ευτυχία. Αυτούς μην τους λυπάσαι.
Τους άλλους, εκείνους που θεωρητικά τα έχουν όλα, να ψάχνεις λίγο παραπάνω.
Εκείνους που φοράνε τα καλά τους, ανοίγουν με χαμόγελα τα δώρα, τραγουδάνε αγκαλιασμένοι τα «τρίγωνα κάλαντα» και ψήνουν μυρωδάτα μελομακάρονα να σκέφτεσαι.
Εκείνους που μαζί με τα ολόφωτα μαγαζιά, βάζουν τα καλά τους στη βιτρίνα, όταν όμως τα φώτα σβήνουν κρύβουν στα σκοτάδια το δάκρυ και εύχονται και του χρόνου…