Γράφει η Μαρίνα.
Ανέκαθεν πίστευα στον έρωτα. Ακόμη και στον κεραυνοβόλο. Άλλωστε ο έρωτας έτσι έρχεται. Ξαφνικά κι αναπάντεχα. Όταν δεν τον ψάχνεις, ακόμη και τότε που δεν έχεις καμία όρεξη να τον βρεις. Κάπως έτσι έγινε και μ’ εμάς. Εγώ βρισκόμουν σε μια σχέση που μ’ είχε αρρωστήσει, οπότε εσύ μου φάνηκες όαση. Σου είχα πει κάποτε ότι είχαμε πολύ καλό timing. Κι ας μη σου εξήγησα ποτέ το γιατί.
Εκείνη τη νύχτα που σε είδα πρώτη φορά θυμάμαι δεν ήθελα να βγω. Είχα μάθημα μέχρι τις εννιά κι είπα στους υπόλοιπους ότι θα καθόμουν κανένα μισάωρο το πολύ. Τώρα που το σκέφτομαι όλο και κάποια ανώτερη δύναμη θα γέλασε μαζί μου την ώρα που το ξεστόμισα. Μπήκα στο μαγαζί και σε είδα. Κόλλησα. Το ήξερα απ’ την πρώτη ματιά. Και δεν έπεσα έξω.
Όταν συστηθήκαμε μου έριξες το πιο ζεστό χαμόγελο που μου έχει ρίξει άνθρωπος μέχρι σήμερα. Ήταν σαν να έβλεπα τον εαυτό μου στο πρόσωπο κάποιου άλλου. Παρ’ όλα αυτά, προσπάθησα να μη δώσω μεγάλη σημασία. Όσο μπορούσα. Μπορεί μόνο εγώ να ένιωσα αυτό το τράνταγμα, σκέφτηκα. Τις επόμενες μέρες βρήκες τον τρόπο να επικοινωνήσουμε. Για την ιστορία και τότε είχαμε πολύ καλό timing. Ούτε που φανταζόμουν ποτέ πως μπορεί ένας άγνωστος να σου αλλάξει τη διάθεση μέσα σε λίγα λεπτά και να σε κάνει ευτυχισμένο μέσα σε λίγες μέρες.
Πρώτη φορά στη ζωή μου έμεινα ένα ολόκληρο βράδυ με έναν άνθρωπο που σχεδόν δεν ήξερα. Και το περίεργο δεν ήταν αυτό, αλλά το γεγονός πως αισθανόμουν ότι εκεί ακριβώς θα έπρεπε να βρίσκομαι εξαρχής. Ξέρεις πώς είναι να φοβάσαι να ξυπνήσεις, μην τυχόν κι αυτό που ζεις είναι απλά ένα όνειρο; Ή ακόμα πώς είναι να γνωρίζεις από πολύ νωρίς ότι αυτό που σου συμβαίνει δεν πρόκειται να σου ξανασυμβεί; Τουλάχιστον, όχι στα κοντά. Κι εσύ να τρομάζεις και να μην μπορείς να κάνεις τίποτα για να σταματήσεις ό,τι είναι να έρθει. Σεισμός να γινόταν, εσύ δεν είχες καν τη δύναμη να μπεις κάτω από κανένα τραπέζι. Όχι, τα έτρωγες όλα στη μούρη. Και δεν καταλάβαινες καν ότι δε δύνασαι ν’ αντιδράσεις.
Όλα φάνταζαν τέλεια. Όσα ήθελα να πω εγώ τα συμπλήρωνε εκείνος. Κι όλη αυτή η διαδικασία γινόταν σε τόσο τρομακτικά μεγάλο βαθμό που κάποιες φορές προσπαθούσα να διαφωνήσω, για να μην πιστεύει πως συμφωνώ επίτηδες. Παράλογο ε; Λες και υπάρχει τίποτα λογικό στο κεφάλι σου όταν ερωτεύεσαι.
Βέβαια, το πιο έντονο απ’ όλα, όπως συμβαίνει συνήθως, ήταν το τέλος. Το οποίο ήξερα απ’ την αρχή πως ήταν κοντά. Διαίσθηση ή ένστικτο; Δεν ξέρω. Πάντως έπεσα μέσα, γι’ άλλη μια φορά. Ποτέ δεν περίμενα πως κάτι τέτοιο θα μ’ έφερνε σε τέτοια χάλια. Αλλά μάλλον δεν είχα ερωτευτεί ξανά για να γνωρίζω. Δεν άντεχα στην ιδέα του ότι δε θα μιλούσαμε πλέον ή, τέλος πάντων, όχι σαν ζευγάρι. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ μόνη μου. Ήθελα εκείνον να κλειδώσει πάνω μου, όπως όλα τα προηγούμενα βράδια. Πόση ασφάλεια κι ευτυχία μπορεί να σου δώσει άραγε μια συγκεκριμένη αγκαλιά;
Ναι. Kαι μένα μου ακούγονται πολύ γλυκανάλατα όλ’ αυτά. Άλλα ίσως τελικά η καψούρα, η αγάπη, ο έρωτας, να είναι από μόνα τους too bittersweet. Μάλλον ακόμη κι ο πιο hardcore άνθρωπος αλλάζει μορφή και ψυχοσύνθεση όταν τύχει να κεραυνοβοληθεί. Βέβαια, η σκέψη που με τυραννάει πιο πολύ είναι ότι σε ‘σένα βρήκα ό,τι έψαχνα. Ακόμη κι όταν δεν ήξερα ότι το ψάχνω. Μαζί σου κατάλαβα ποια είμαι, τι μου αρέσει να έχω, τι θέλω.
Μιας που έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, μπορώ να ελπίζω σε δυο πράγματα. Το πρώτο είναι να κάνω λάθος και να ξανανιώσω κάποτε έτσι -κι ακόμα πιο έντονα- για κάποιον άλλον. Το δεύτερο είναι να ξαναβρεθείς στο δρόμο μου. Με τις σωστές συνθήκες αυτή τη φορά και με μένα να είμαι έτοιμη να σε δεχτώ πίσω. Γιατί, μάτια μου, όσο έντονα και τρελά κι αν μ΄έκανες να νιώσω, άλλο τόσο μ΄έκανες να πονέσω.
Επιμέλεια κειμένου Μαρίνας: Ελευθερία Παπασάββα.