Γράφει η Ν.
Αν με ρωτήσεις, δε θυμάμαι πότε ξεκίνησες να σημαίνεις πολλά για μένα. Γενικά, δεν ξέρω πότε ξεκίνησες να σημαίνεις κάτι παραπάνω από τον μέσο άνθρωπο που έχω στη ζωή μου. Όταν το κατάλαβα, ένιωσα μέσα μου σαν να σε ήξερα από πάντα. Σαν να υπήρχες σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ή σε κάποια προηγούμενη ζωή. Και όσο περνούσαν οι μέρες και σε μάθαινα, αντιλαμβανόμουν πως μου ήσουν τόσο γνώριμη φάτσα.
Και άρχισες να είσαι όλα όσα ζητούσα. Όσα πλάθουμε ειδυλλιακά στο μυαλό μας από παιδιά. Εκείνους τους ιδανικούς έρωτες, με τα ιδανικά χαρακτηριστικά, κι ας μας έλεγαν όσο μεγαλώναμε ότι πρέπει να συμβιβαστούμε και λίγο και πώς δε γίνεται να βρούμε έναν άνθρωπο ακριβώς όπως τον ψάχνουμε. Έλα όμως που εσύ ήρθες, λες και είχα κάνει αίτηση να μου στείλει το σύμπαν το ιδανικό μου. Από τότε, βλέπεις, κοιτάζω συνέχεια τον ουρανό και απευθύνομαι στο σύμπαν. Νομίζω πως μου κάνει πλάκα. Νομίζω πως με τοποθέτησε σε ένα παραμύθι για λίγο και θα ξυπνήσω χωρίς εσένα εδώ γύρω. Το περίμενα. Ήξερα ότι θα έφευγες.
Τότε συσσωρεύτηκαν όλα τα «μη» του κόσμου και κάπως έπρεπε να προστατέψω τον εαυτό μου. Όφειλα να μείνω μακριά. Έμοιαζες με γκρεμό, μα διάολε ήσουν τόσο ιδανικός! Και μιας και είχα καλή προϋπηρεσία σε δύσκολες καταστάσεις -και δεδομένου ότι χρειάζεται πολλές φορές να επαναλάβω τα ίδια λάθη για να μάθω- άρχισα να βαδίζω προς το μέρος σου. Μέρα με τη μέρα ερχόμουν πιο κοντά σου. Πιο κοντά στον δικό μου γκρεμό. Η διαδρομή μαγευτική, βγαλμένη από όνειρο. Και εγώ από την άλλη, να το ζω στο έπακρο. Σαν να μην πρόκειται να φύγεις ποτέ. Σαν να μην πρόκειται να πληγωθώ από σένα.
Όταν έχεις περάσει από σαράντα κύματα, όταν τα αποθέματά σου σε ψυχική αντοχή τελειώνουν, δεν ελπίζεις και πολύ σε κάτι τελείως διαφορετικό. Και όταν αυτό το διαφορετικό έρχεται και οι πληγές σου μπαλώνονται με ένα μαλακό βαμβάκι, νιώθεις σχεδόν πλήρης ξανά και αρχίζεις να βλέπεις προς το φως. Όταν ένας άνθρωπος σε βλέπει να είσαι γεμάτος γρατζουνιές και σου προσέχει τις πληγές αντί να σου ανοίγει καινούριες, ελπίζεις. Κι όταν πιάνεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται αν πραγματικά αξίζει αγάπη, προσοχή, φροντίδα, τότε είναι που ελπίζεις πραγματικά. Ελπίζεις να μη ζεις ένα παραμύθι, αλλά παράλληλα με αυτή σου την ελπίδα, κοιμάται ο φόβος.
Και αφού δε σου κρύβω τίποτα, δε θα σου κρύψω πως φοβάμαι. Φοβάμαι έναν κόσμο που θα ξυπνήσω και δε θα είσαι εκεί να μου λες καλημέρα. Φοβάμαι τον κόσμο που θα συναντήσω και μπορεί να μη σου μοιάζει. Συνέδεσα, βλέπεις, όλες τις καλές πράξεις, όλη την καλή θέληση του κόσμου με το πρόσωπό σου. Φοβάμαι πως ο κόσμος δε θα φαίνεται τόσο καλός και όμορφος χωρίς εσένα δίπλα μου.
Και όλα αυτά, γιατί παράλληλα συνήθισα. Συνήθισα να λαμβάνω αγάπη και αντίστοιχα να προσφέρω αγάπη και να εκτιμάται. Συνήθισα μια ουσιαστική συντροφιά, συνήθισα έναν αληθινό άνθρωπο. Α, δε σου είπα. Έμαθα και να εμπιστεύομαι ανθρώπους. Νόμιζα πως δε θα είχα ψυχικά αποθέματα να το καταφέρω τόσο άμεσα και τελικά η καρδιά μου πήρε πρωτοβουλία από μόνη της και σου ανοίχτηκε. Σαν να πίστευε πως θα την καταλάβεις. Σαν να πίστεψε πως ήρθες για να μείνεις. Σαν να έβλεπε πέρα από τα γεγονότα.
Μια φορά μου είχες πει ότι αντέχω πολλά, ότι ήδη έχω καταφέρει πολλά μόνη μου και πως έχω αποδείξει ότι είμαι πολύ δυνατή για να αφήνω να με παίρνει από κάτω. Έπειτα, σκέφτηκα να λέω αυτά ακριβώς τα λόγια στον εαυτό μου, αν τελικά έφευγες. Νομίζω όμως πως δεν είμαι τόσο δυνατή όσο πιστεύεις. Κυρίως, γιατί κουράστηκα να είμαι δυνατή. Θα ήθελα να ξεκουραστώ. Να πάρω μια ανάσα και να ζήσω μια ζωή που θα μου έρθουν λίγο ευκολότερα τα πράγματα χωρίς να χρειάζεται να παλέψω με δράκους για να είμαι καλά. Θα ήθελα να μου είναι εύκολο να μην πονέσω που θα φύγεις. Να μπορούσα να πω με άνεση πως ήσουν ένας ακόμη άνθρωπος που πέρασε από τη ζωή μου και απλώς δεν ήταν γραφτό να μείνεις σε αυτή. Και έπειτα να πάω παρακάτω.
Και όλα αυτά ίσως να ήταν εύκολο να γίνουν αν σε γούσταρα λίγο λιγότερο. Αν σήμαινες λιγότερα απ’ όσα σημαίνεις. Αν ένιωθα λιγότερα απ’ όσα έχω αρχίσει να νιώθω για σένα. Τότε ναι, θα μπορούσα να σε αντιμετωπίσω τελείως κοινότυπα, σαν κάτι απλό, καθόλου ιδιαίτερο και μοναδικό. Έλα όμως που είσαι. Και πλέον δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορώ να είμαι μετά από σένα. Πώς θα μπορέσω να κοιτάξω άλλον άνθρωπο όταν ο πήχης έχει ανέβει τόσο ψηλά. Πώς συμβιβάζεσαι με κάτι λιγότερο όταν πέρασε από τη ζωή σου το -μέχρι τώρα- ιδανικό σου;