Με όσους μίλησα για σένα τους ρώτησα ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να σε ξεπεράσω κι όλοι μου είπαν ότι πρέπει να κάνω δύο πράγματα. Να αφήσω το χρόνο να περάσει και να φύγω μακριά, να πάω σε μέρη που δεν έχω αναμνήσεις μαζί σου. Το πρώτο ήταν εύκολο, καθώς δεν περνούσε από το χέρι μου, απλά περίμενα να κάνει ο χρόνος τη δουλεία του. Το δεύτερο το έκανα πράξη και με το παραπάνω, ευτυχώς μ’ αρέσουν τα ταξίδια. Αρχικά σταμάτησα να πηγαίνω στα στέκια μας, μέχρι που σταμάτησα να βγαίνω από το σπίτι μου, αλλά η μοίρα, ο θεός, ο Δίας που γαμιέται σ’ έφερνε μπροστά μου στα πιο απίθανα μέρη.
Σε πετύχαινα στο σούπερ μάρκετ στις σκυλοτροφές, τα ξημερώματα στο περίπτερο που πήγαινα να πάρω τσιγάρα, ακόμα κι όταν πήγα να πετάξω τα σκουπίδια μου εσύ είχες βγάλει βόλτα το σκύλο σου, ακόμα κι εκεί σε είδα. Το πήρα απόφαση λοιπόν ότι έπρεπε να φύγω. Πέταξα δύο μπλουζάκια κι ένα τζιν μέσα στην τσάντα μου πήρα το πρώτο αεροπλάνο κι έφυγα. Πήγα σε κοντινές περιοχές, μέχρι την Νάξο, αλλά διάολε εκεί που συζητούσα με την κυρία που είχε τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και της είπα από πού έρχομαι μου απάντησε ότι εκεί σπούδαζε ο γιος της και μάντεψε με ποιον ήταν φίλος. Μ’ εσένα. Πριν από τρία χρόνια. Μάλλον θα είχε πάρει το πτυχίο του όταν σε γνώρισα.
Πώς να τα χαρακτηρίσω όλα αυτά; Μοίρα, πεπρωμένο, κάρμα, κισμέτ, απλές συμπτώσεις ή γκαντεμιά; Ως ορθολογίστρια τα ονόμασα γκαντεμιά και της πήγα κόντρα. Ξενιτεύτηκα για να συνεχίσω την προσπάθεια. Πήγα να δω την αδερφή μου στο Βέλγιο, να τρώμε σοκολάτες και να βλέπουμε τη στολισμένη πόλη και πέρασα πολύ όμορφα, γνώρισα και τον Pierre εκεί, έναν όμορφο κι ευγενικό Γάλλο. Με προσκάλεσε να πάω για λίγες μέρες στο σπίτι του στο Παρίσι και πήγα. Μου έμαθε να μαγειρεύω σουφλέ σοκολάτας, κάναμε βόλτες στην Montmartre και μου έφτιαξε ένα πορτραίτο, να το βάλω στον τοίχο του σπιτιού μου για να τον θυμάμαι, αλλά όταν γύρισα Ελλάδα μαζί με τη λαχτάρα μου να πιω φραπέ είχα και τη λαχτάρα να σε δω. Περιορίστηκα στο φραπέ.
Η άδεια μου είχε τελειώσει μαζί με τις διακοπές κι έπρεπε να ξαναγυρίσω στη ρουτίνα μου. Η προσαρμογή μου ήταν πολύ δύσκολη, ξέρεις πώς είναι, δεν μπορώ να δουλέψω αν το μυαλό μου κάνει βόλτες, δεν πιστεύω στην εργασιοθεραπεία εγώ. Πού να την βρω τη φαντασία; Το μόνο που έφτιαχνα ήταν κάτι συνηθισμένες, αδιάφορες μακέτες. Άρχισα να πιστεύω ότι έφταιγε το σπίτι ήταν σαν να το είχες στοιχειώσει. Τι κι αν είχα πετάξει όλα τα πράγματά σου; Η παρουσία σου δεν είχε φύγει κι έτσι έφυγα εγώ. Φαντάσματα-Κάτια, 1-0.
Άλλαξα σπίτι, έβαψα κι ένα τοίχο μοβ που τον είχα απωθημένο και ξαναβγήκα με το ζόρι στη γύρα. Μπαράκια, σφηνάκια και πολύ σεξ. Κάπως έτσι ήρθε το καλοκαίρι κι οι διακοπές μου στο Μαρόκο. Ήπειρο άλλαξα για να σε ξεχάσω! Ένας άλλος πολιτισμός, μια υπέροχη κουλτούρα και πολλές συσκευασίες τσαγιού στις αποσκευές μου. Τις πέντε μέρες που μου είχαν μείνει τις εκμεταλλεύτηκα. Πήγα στο πατρικό μου στην Ελαφόνησο κι έγινα ένα με την παραλία κάτω από τον ήλιο, μέσα σε σκηνές, μέχρι και πύργους στην άμμο έφτιαχνα, αλλά αυτό το καλοκαίρι τελείωσε κι εμείς μετράγαμε ένα χρόνο χωριστά.
Τα έκανα όλα σωστά. Άφησα το χρόνο να περάσει, έκοψα κάθε επαφή μαζί σου, άλλαξα σπίτι, ταξίδεψα πολύ, τόσο πολύ που οι αεροπορικές εταιρίες μου έκαναν δώρο ταξίδια για να με ευχαριστήσουν για την προτίμησή μου. Από αυτό το χωρισμό κέρδισε κάποιος τουλάχιστον.
Και παρ’ ότι όλο τον κόσμο γύρισα δε σε ξεπέρασα ούτε λίγο.
Επιμέλεια Κειμένου Κάτιας: Κατερίνα Κεχαγιά.