Γράφει η Έλενα Παπαδοπούλου.
Θέλω να παγώσω το χρόνο. Να τον ξεσκίσω, να μη μείνει ρολόι άσπαστο πάνω στον πλανήτη.
Μετά να κλείσω όλα τα παντζούρια, θα αφήσω μόνο μια χαραμάδα να μπαίνει λίγο το φως, ίσα ίσα για να αγγίζει το πρόσωπό σου όταν κοιμάσαι.
Μετά θα ξαπλώσω δίπλα σου και θα κρατήσω την αναπνοή μου για να μη σε ξυπνήσω.
Θα σε κοιτάω κι έτσι κουρασμένος όπως θα είσαι, με μάτια βαριά και αναπνοή δύσκολη, θα σε σκεπάσω κι ας μου γκρινιάζεις ότι ζεσταίνεσαι.
Θα παρατηρήσω κάθε λεπτομέρεια του προσώπου σου, θα αγαπήσω κάθε ατέλεια που εσύ δεν παρατήρησες ποτέ.
Θα κοιμηθώ με την αναπνοή σου, θα συγχρονίσω το σώμα μου με το δικό σου για να νιώθω την κάθε σου κίνηση. Θα με πάρεις αγκαλιά για να γκρινιάζω να μ’ αφήσεις ενώ σε θέλω ακόμα πιο κοντά μου.
Θα με φιλάς μέσα στον ύπνο σου κι εγώ θα το περιμένω.
Κι όταν ξυπνήσουμε, θα μαλώνουμε για το ποιος θα φτιάξει τον καφέ και στο τέλος πάντα εγώ θα κατευθυνθώ προς την κουζίνα. Εσύ φτιάχνεις άθλιο καφέ. Θα στρίψεις δυο τσιγάρα και θα βάλεις μουσική.
Εγώ δε θα μιλιέμαι γιατί είναι πρωί, θα έχω κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα και θα μουρμουράω κάτι για τα απαίσια μαλλιά μου.
Εσύ θα χαμογελάς και θα με κοροϊδεύεις, αλλά εγώ θα ξέρω πως έτσι σ’ αρέσουν τα μαλλιά μου.
Εγώ καφέ ζεστό, εσύ κρύο μέχρι και στις βροχές του Σεπτέμβρη. Οι πρώτες γουλιές θα κατέβουν και θα αρχίσουμε να μιλάμε για θεούς και δαίμονες. Θα μου μιλάς και θα υπάρχει πάντα κάτι που δε θα ξέρω για σένα κι ας λες ότι σε ξέρω τόσο.
Που και που θα σιωπούμε και θα αιωρείται ένα σ’αγαπώ πάνω από τα κεφάλια μας.
Θα κρατιέμαι για να μη σε πλησιάσω και τρομάξεις, μα εσύ θα το καταλαβαίνεις και θα έρχεσαι να στριμωχτούμε σε ένα μαξιλάρι κι ας μείνουν όλα τα άλλα έπιπλα κενά.
Τα τσιγάρα θα γίνουν δέκα και τα δέκα είκοσι. Ο καφές θα γίνει τσίπουρο, μα η θέση θα παραμείνει κοινή.
Εγώ θα καρφώνομαι παραπάνω δευτερόλεπτα απ΄το κανονικό πάνω σου κι εσύ θα χαμογελάς γιατί θα ξέρεις.
Τα τηλέφωνα θα είναι κλειστά και το ψυγείο άδειο κι εγώ δε θα φοράω κραγιόν και τακούνια, μα μια γκρι παλιά φόρμα.
Κι εσύ θα μ΄αγαπάς γιατί είμαι έτσι, γιατί μαζί σου είμαι εγώ και αυτό σου φτάνει.
Κι εγώ θα ξέρω πως για λίγο, ζήσαμε οι δυο μας στο χώρο και το χρόνο και δεν μου έλειψε ούτε το οξυγόνο.
Έχω την ανάσα σου για ζωή. Κι αν με πάρει ο ύπνος δίπλα σου, θα είναι γιατί θα περιμένω τον καφέ της επόμενης μέρας. Και το τηλέφωνο θα παραμείνει κλειστό.
Όλος μου ο κόσμος, βρίσκεται σε ένα μαξιλάρι.