Γράφει η Μ.

 

Ας βαφτιστούμε λοιπόν κι εμείς καβάτζες σε ένα παιχνίδι που θα χάσει όποιος νιώσει πρώτος. Ένα κρεβάτι, δυο κορμιά, καμιά ψυχή. Αυτή θα την αφήσουμε απ’ έξω να μας κοιτάει, γιατί ξέρουμε ότι δε χωράει άλλα συναισθήματα με ημερομηνία λήξης. Θα δώσουμε σιωπηλά τα χέρια και θα συμφωνήσουμε με μια ματιά πέντε όρους και άλλες τόσες προϋποθέσεις, έτσι ώστε να βγούμε και οι δυο μας νικητές.

Απόψε μην πεις ούτε μια φορά τ’ όνομά μου. Ούτε καν ψιθυριστά. Φώναξε δυνατά ότι με θέλεις. Να νομίζω ότι δε δίνεις δεκάρα για το ποια έχεις απέναντί σου. Ας μπλεχτούμε ξανά σε ένα ανώνυμο πάθος το οποίο θα τελειώσει πριν πέσουν οι μάσκες το πρωί. Πριν ντυθούμε ξανά με την καθημερινότητά μας να μας κράζει γιατί πάλι βολευτήκαμε με δύο-τρία ρηχά συναισθήματα χωρίς δεσίματα και συμβιβασμούς.

Χωρίς συμβιβασμούς είπα; Γράψε λάθος. Έτσι ήταν στην αρχή που όλα συνέβαιναν για την κοινή μας πλάκα, γιατί αυτό είναι ότι μπορούμε να έχουμε εμείς οι δυο κοινό. Απόψε όμως κατάλαβα ότι μαζί σου έκανα τον μεγαλύτερο συμβιβασμό. Σταμάτησα να νιώθω. Έγινα ένα πλάσμα σχεδόν μεταλλικό. Μετέδιδα τη θέρμη του κορμιού σου που με μέτρο που προσέφερες, έτσι για την πλάκα σου. Κατάφερα όμως να μονώσω την καρδιά μου και επαναλαμβάνω από μέσα μου ότι δε θα βραχυκυκλώσω για πάρτη σου ούτε κατά διάνοια. Για πόσο όμως;

Απόψε δε θέλω να δω ούτε μια στιγμή το πρόσωπό σου. Δε θα ακουμπήσω στον ώμο σου, δε θα ζητήσω ένα χάδι στα μαλλιά μου. Η δήθεν τρυφερότητα θα κοπεί μαχαίρι για να μην κοπώ κι εγώ. Κάποια στιγμή θα πληγωθώ, αλλά όχι απόψε.

Δε θα μιλήσεις. Δε θα μιλάς. Θα σε φιμώσω με ένα φιλί μήπως και ξεχάσω για λίγες ώρες ότι διαθέτεις όλα εκείνα που θα μπορούσα να ερωτευτώ. Είπα θα μου φτάσει το λίγο σου. Κι εγώ λίγη είχα καταντήσει μπροστά στην υποψία του δυνατού, του αληθινού, του αμοιβαίου.

Ο κόσμος βλέπει και ακούει. Αυτά που είπαμε μεταξύ μας όμως, ενώ χαζεύαμε τον άδειο τοίχο του δωματίου σου θα μείνουν κρυφά. Κι αυτός κενός γιατί δε θέλησες ποτέ να στον στολίσω εγώ με όλα εκείνα που μου έρχονται να ξεστομίσω όταν σε κοιτάζω. Ο κόσμος δε θα μάθει! Μην ανησυχείς. Ίσως υποψιαστεί γιατί τα μάτια μου σε ακολουθούν στον χώρο και γελάνε όταν μου απευθύνεσαι σχεδόν αδιάφορα.

Δε θέλω να αποκαλέσω αυτό που νιώθω έρωτα. «Εγώ δε θα ερωτευτώ ξανά» δήλωνα επίμονα και εσύ δε μου έχεις αποδείξει ότι αξίζεις να πατήσω τους όρκους μου και να γεννηθώ από την αρχή. Μπάλωσα τις πληγές μου και χίλιους τόνους εγωισμό αλλά ακόμη μπάζω συναισθήματα και θα χρειαστώ κάποια στιγμή μια στεγανή αγκαλιά. Εσύ μου την αρνήθηκες και εγώ δεν τη διεκδίκησα ξανά, γιατί δεν ήσουν τάχα μου και τίποτα σημαντικό.

Η μοναξιά πληγώνει τους ανθρώπους; Να δεις πόσο τους πληγώνει η περιστασιακή συντροφικότητα. Εκείνα τα φιλιά που γνωρίζεις ότι δεν έχουν αύριο κι εκείνοι οι άνθρωποι που σε βλέπουν σαν μονοήμερη εκδρομή αναψυχής. Κι όταν τελειώσει το γλέντι, μένεις να αναρωτιέσαι τι έχεις κερδίσει παραπάνω από αδιάφορες εμπειρίες. Όσο κι αν πίστευες κάποτε ότι τα κορμιά μπορούν να δεθούν μόνο με αγάπη, έρχεται η πραγματικότητα να σε εισάγει στην πιο αντιρομαντική εποχή που έχει υπάρξει ποτέ. Καλώς όρισες και καλή επιβίωση!

Μα άκου αυτό! Τελικά δε μου φτάνεις. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι είσαι ανεπαρκής και όχι εγώ ανίκανη να ξεδιπλώσω κάτι καλύτερο από τον χαρακτήρα σου. Θα καταλογίσω στα ζώδια την άκαρπη έλξη μας και απόψε θα πιω πολύ. Θα ομολογήσω ακόμα και τη παραμικρή λεπτομέρεια από τη ζωή που ονειρεύτηκα δίπλα σου για να τρομάξεις και να φύγεις όσο είναι ακόμα καιρός.

Να φύγεις. Μη φύγεις. Θα μου φύγεις.