Γράφει η Αντιγόνη. 

Δε θα κάνω περιττές εισαγωγές. Άλλωστε, δεν υπήρξε καμία εισαγωγή μεταξύ μας. Ξεκινήσαμε κατευθείαν απ’ το κυρίως θέμα. Από εκεί, λοιπόν, θα το πιάσω κι εγώ τώρα. Λένε πως ο γραπτός λόγος είναι πιο δυνατός, πως έχει κάτι αινιγματικό, αφήνει τον άλλον να φανταστεί, να υποθέσει, να νιώσει. Εξάλλου ό,τι έχω να σου πω όταν σε ‘χω απέναντί μου αυτομάτως διαγράφεται, δε χωράνε λόγια στα βλέμματά μας, δεν υπάρχουν λέξεις αρκετές να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει.

Ξέρω ότι δεν είσαι ο πιο εύκολος άνθρωπος που θα μπορούσα να γνωρίσω, αυτή όμως η τραχύτητα του χαρακτήρα σου κι ο δύσκολος εαυτός σου είναι που με ιντριγκάρουν και που με κάνουν να πεισμώνω για εμάς. Ξέρεις ότι δεν είμαι από εκείνες τις γλυκανάλατες προσωπικότητες που σκορπάνε επιφανειακά λόγια κι ενθουσιάζονται με την παραμικρή λεπτομέρεια. Αυτό, όμως, λατρεύω με εσένα, ότι μου βγάζεις πλευρές του εαυτού μου που δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν.

Ο δρόμος μας δε στρώθηκε ρόδινα, δεν το ζήσαμε όπως θέλαμε, όπως θα ‘πρεπε να το ζήσουμε. Αφήσαμε τον χρόνο να φύγει μέσα απ’ τα χέρια μας. Κι όμως, δεν υπήρξε στιγμή που να μη σε σκέφτηκα, δεν υπήρξε στιγμή που να μη μου έλειπες. Τα καταφέραμε, όμως, είδες; Δεν εγκαταλείψαμε, κι έτσι βρεθήκαμε ξανά. Το timing μας, όμως, ήταν λίγο μπερδεμένο κι αυτό είναι που με θυμώνει, γιατί πλέον δεν είμαι κοντά σου ούτε σωματικά εκτός από πνευματικά.

Οι δρόμοι μας χώρισαν όταν μπήκαν στη μέση οι σπουδές. Εσύ έμεινες, εγώ όμως έφυγα και το να σε αφήσω πίσω ήταν απ’ τα δυσκολότερα που έχω κάνει. Μου αρκεί, ωστόσο, που πλέον μπορώ να σε αποκαλώ «δικό μου» κι επίσημα. Υπό άλλες συνθήκες θα απέρριπτα κατευθείαν τη σκέψη για μια σχέση από απόσταση, όταν όμως πρόκειται για εσένα, τα χιλιόμετρα μοιάζουν χιλιοστά. Γιατί εσύ είσαι ο άνθρωπός μου, η επιλογή μου, ο λόγος που ξυπνάω το πρωί κι έχω κάτι να περιμένω, το μόνιμο αίσθημα χαράς και λύπης μου.

Δεν ξέρω αν το ‘χεις παρατηρήσει, αλλά εγώ κι εσύ πάντα μαζί καταλήγουμε στο τέλος. Μου σπας τα νεύρα, με βγάζεις εκτός εαυτού, κάνεις του κεφαλιού σου, κάνω κι εγώ τα δικά μου, αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζω να σε θέλω χωρίς καμιά αμφιβολία πως δε θα υπάρξει βραδιά που δε θα πούμε καληνύχτα, όσοι καβγάδες κι αν έχουν προηγηθεί.

Σε νευριάζω, σε αγχώνω όταν δε σε ακούω και θυμώνεις όταν δεν πάω με τα νερά σου. Συνεχίζεις, όμως, να με θέλεις, γιατί παραδέχεσαι το γεγονός ότι φτιάχτηκα για να σε νευριάζω και να σε αγαπάω την ίδια στιγμή. Μαζί σου πετάω από πάνω μου τον τσαμπουκά και τον εγωισμό μου. Δεν τα χρειάζομαι, είμαι ασφαλής. Κι όταν αμφιβάλλεις για το αν συνεχίζω να σε αγαπάω και να σε σκέφτομαι, όταν δεν είμαι κάπου κοντά σου να στο δείχνω, να θυμάσαι για μένα δεν υπάρχει άλλος σαν εσένα.

Χρειάστηκε να περάσω από πολλές σκέψεις, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο και με άλλους ανθρώπους που επιζητούσαν μια κατάκτηση, για να καταλάβω ότι τελικά βρίσκομαι εκεί που ανήκω. Αν, λοιπόν, πάρεις στα χέρια σου ποτέ αυτό το γράμμα, μην απορήσεις, είναι όλα όσα θέλω να σου πω και κατ’ ιδίαν, αλλά δεν ξέρω πώς.

Είναι ο τρόπος μου να σου πω ότι όλα θα πάνε καλά όσο τα χέρια μας συνεχίζουν να πλησιάζουν ασυναίσθητα το ένα το άλλο και τα βλέμματά μας χτίζουν διαλόγους στη σιωπή. Αν σου ακούστηκα πολύ δραματική, συγγνώμη αλλά δε γινόταν αλλιώς.

Α, και κάτι τελευταίο… Μου λείπεις.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη