Γράφει η Π.

Θα ‘σαι για πάντα ένα αντίο που πρέπει, μα δεν μπορεί να ειπωθεί. Και ξέρω πως είσαι αυτή η εξάρτηση που πρέπει να κόψω. Είσαι κάθε καταστροφική συνήθεια που πρέπει να αφήσω. Είσαι όλα αυτά που μισώ· μα τόσο τα χρειάζομαι για να ηρεμώ.

Δεν κατάλαβα ποτέ την επιρροή που έχεις σε μένα. Ούτε κατάλαβα γιατί εσύ κι όχι κάποιος άλλος. Που έχεις έναν εγωισμό δυο μέτρα, που μου τη δίνεις στα νεύρα και κάθε που πάω να φύγω με κοιτάς με αυτό το βλέμμα και μου περνά αυτές τις ασήκωτες αλυσίδες γύρω μου. Υποταγή σε δυο αχόρταγα μάτια. Δικτατορία με το έτσι θέλω. Κι εγώ να σε γουστάρω σαν έφηβο στον πρώτο του έρωτα.

Κι ας το ξέρεις πως πρέπει να φύγω. Γιατί είμαστε τόσο αστεία αντίθετοι σε όλα. Γιατί εσύ από τόσα δισεκατομμύρια ανθρώπους σ’ αυτή τη Γη; Γιατί να πρέπει να φεύγουμε και να ξαναγυρνάμε, αφού δεν μπορούμε να τελειώσουμε αυτό που ζούμε; Δεν ξέρω καν πώς να ονομάσω αυτή την παράνοια. Δεν είναι καύλα, γιατί οι καύλες δεν κρατούν χρόνια. Δεν είναι σχέση τα πήγαιν’ έλα. Δεν ξέρω τι είμαστε.

Ίσως να είμαστε για πάντα αυτή η άνω τελεία που δεν μπορεί να γίνει κανονική. Που θα παραμείνει μια παύση πριν από κάθε πισωγύρισμα. Ίσως να είναι μια μοίρα που μας τραβά με κάτι πελώριους μαγνήτες και μας κολλά με βία ξανά και ξανά.  Μα, ξέρεις, αλήθεια, αυτό το παιχνιδάκι κρύο-ζέστη είναι πια για τα παιδιά. Προσπαθήσαμε, μα δε μας βγήκε.

Θα είναι προτιμότερο να σε πετυχαίνω στο δρόμο τυχαία, να ξέρω πως είσαι καλά, μα τέρμα πια. Γιατί στο είπα. Η επανάληψη κουράζει κι εσύ μας κόλλησες σε όσα πέρασαν και δεν μπορούν να ξανάρθουν. Οι μέρες περνούν μαζί με όλα όσα ήρθαν και δεν ήσουν πουθενά. Κι αυτός ο ψωριάρης ο εγωισμός σου, σαν παιχνιδάκι που παίρνουν από ένα μωρό, τραβάει με πείσμα εμένα κοντά του. Μάθε πως όλο αυτό έχει ημερομηνία λήξης κι αυτή είναι, μάλλον, περασμένη από καιρό.

Δεν μπορούν οι άνθρωποι να ζουν στα μισά. Και βαριούνται να ερμηνεύουν σιωπές. Οι καρδιές διψούν για στιγμές και λόγια που γίνονται πράξεις. Στις σιωπές τίποτα δεν εννοείται και τίποτα δεν ξεκινά. Σε έβλεπα και κάθε φορά ήθελα να σου πω πως φεύγω. Μα έβλεπα ξανά πόσο σαγηνευτικά ωραίο ήταν το καθετί που έκανες. Οι ερμητικές σου σιωπές, ο τρόπος που κάπνιζες το σκοτάδι κι αυτή η μυρωδιά σου.

Για όλα αυτά που δεν είπες να ξέρεις πως πια δεν πειράζει. Για όλα αυτά που δεν έκανες, να ξέρεις με νοιάζει. Γιατί στο φεύγα μου θα είναι το καθετί ένα χέρι που θα με τραβά μακριά από σένα. Γιατί την ευκαιρία την είχες, μα δείλιασες στα καπρίτσια του εγωισμού σου.

Κι ας βρεθούμε ξανά μετά από χρόνια, θα είμαι πάντα για σένα αυτή που δεν έπρεπε να φύγει από κοντά σου. Που θα σου λείπει σε ό,τι κι αν κάνεις. Μα καλύτερα έτσι. Το μέσα φωνάζει για αυτά που ποτέ του δεν άκουσε. Να προσέχεις.

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη