Γράφει η Δόμνα.
Φύγε από το σπίτι μου. Ούτε σε ξέρω, ούτε θέλω να σε μάθω. Είσαι ένα υποκατάστατο που αύριο θα ‘χω ξεχάσει τ’ όνομά του. Με αφήνεις παγερά αδιάφορη, δε με ενδιαφέρουν οι ηλίθιες ατάκες που θα μου πεις για να με προσελκύσεις, δε θα ρωτήσω τίποτα για το παρελθόν σου και σίγουρα δε μ’ ενδιαφέρει το μέλλον σου. Μάζεψέ τα και κάνε μου χώρο. Άσε με να ειρωνεύομαι κι ας μην καταλαβαίνεις. Άσε με να σου λέω ότι είμαι καταθλιπτική κι ας μην βρίσκεις καμιά προφανή αιτία. Σάλτα και γαμήσου και παράτα με. Σε βαριέμαι. Με ενοχλείς. Φύγε.
Δε θέλω ψυχολόγο, δε θέλω σωτήρα, δε θέλω σύντροφο, δε θέλω γκόμενο, δε θέλω εσένα. Και το ξέρω ότι σου φαίνομαι άπιαστη, αερικό, ελκυστική, μα βρε μαλάκα αυτό έχω εκπαιδευτεί να κάνω όταν δεν ερωτεύομαι. Δεν είσαι καμιά εξαίρεση. Άντε κάνε μου χώρο και μη με ρωτάς. Δε με αφορούν οι ερωτήσεις σου, δε με αφορούν οι υποθετικές απαντήσεις σου, δε με αφορά η υποθετική σου αγάπη, το υποθετικό σου ενδιαφέρον, οι υποθετικές σου διακοπές. Δε θέλω να πάω διακοπές μαζί σου. Θέλω να κοιμηθώ. Μπορώ; Μπορείς να με αγκαλιάσεις; Αγκάλιασέ με και σκάσε. Σε παρακαλώ. Αυτό θέλω μόνο. Να με αγκαλιάσεις και να βγάλεις το σκασμό. Έχω τόσες μέρες να κοιμηθώ. Άσε με να κοιμάμαι ως τα Χριστούγεννα. Άσε με να κοιμάμαι να μη σκέφτομαι άλλο. Άσε με ήσυχη, μη με ρωτάς τι με απασχολεί, μην προσπαθείς να εισχωρήσεις, δε θα σου ανοίξω καμία πόρτα. Θέλω να κοιμηθώ. Θέλω επιτέλους να κοιμηθώ, θέλω να με αγκαλιάσεις, μπορείς; Θέλω να μη σκέφτομαι, θέλω να μη χρειάζεται να απαντώ σε κανέναν για τις αργοπορίες μου, για τις αναποφασιστικότητές μου, για τις αντιδράσεις μου. Θέλω να κοιμηθώ. Τόσο απλό κι έχω τόσο καιρό να το κάνω.
Πάρε τα πόδια σου πιο πέρα, δε θα σου φτιάξω καφέ, δε θέλω να πάμε εκδρομή. Σε εκλιπαρώ, μην κολλάς επάνω μου, ζεσταίνομαι, δε μου αρέσει η υφή σου. Έκανα λάθος. Μπορώ να ζήσω σίγουρα και χωρίς σεξ, δε σε χρειάζομαι, γιατί σ’ έφερα; Γιατί απλά δε μ’ αγκαλιάζεις να κοιμηθούμε; Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να χύσουμε; Γιατί δε βαράς μια μαλακία να ησυχάσουμε; Πόσο αδιάφορα είναι όλα. Μου βρωμάς, με ενοχλεί ο τόνος της φωνής σου, με ενοχλούν τ’ αστεία σου, καθόλου δε γελάω. Kάνε πιο ‘κει.
Θα σου πω για το timing, θα σου πω ότι πιέζομαι στη δουλειά, θα σου πω ότι δεν το ‘χω ρε φίλε κι άντε βρες μια πιο νορμάλ, θα σου πω ό,τι κατεβάσει το γαμημένο το κεφάλι μου για να καταλάβεις ότι δε θέλω. Κι εσύ θα μείνεις. Και θα κολλήσεις. Και θα επιμείνεις. Και θα προσπαθείς. Γιατί είναι στη φύση μας έτσι να συμβαίνει. Αλλά μην το κάνεις. Μην το κάνεις τώρα. Όχι γιατί δεν μπορώ να σ’ ερωτευτώ αλλά γιατί καθόλου δε θέλω. Δε θέλω να σ’ ερωτευτώ. ‘Εχεις ένα σκοπό, ένα σκοπό περιορισμένο κι αυτόν θέλω να επιτελέσεις.
Θέλω να κοιμηθώ κι είμαι ήσυχη όταν κοιμάμαι. Θα κοιμηθώ ήσυχα. Αγκάλιασέ με. Ανέβασέ με. Καθησύχασέ με. Επιβεβαίωσέ με. Μην υποτιμάς αυτό που είσαι, αυτό που απόψε μας συμβαίνει. Είναι σπουδαίο αυτό που μας συμβαίνει. Δε σε ξέρω μα θα σε θυμάμαι. Δε θα μ’ ενδιαφέρεις μα θα μ’ έχεις βοηθήσει. Δε θα σ’ εκμεταλλευτώ, δε θα σου καλλιεργήσω προσδοκίες, δε θα σου δείξω κάτι που δεν είμαι. Θα με βγάλεις απ’ τη φάση μου, θα με κάνεις να ξεχαστώ, θα με περιθάλψεις και θα με καταπραϋνεις. Κι εγώ θα σε διασκεδάσω, θα σ’ εμπλουτίσω, θα δεις ένα λίγο μου αλλόκοτο, ιδιαίτερο κι ενδιαφέρον, θα γελάς όλη νύχτα. Και θα χαίρεσαι που με γνώρισες και θα χαίρομαι κι εγώ που θα θυμάμαι ότι μες στα σκατένια βράδια μου υπήρξε κάποιο που ξεχάστηκα έστω λίγο, αλλά δε θα ‘σαι κάτι άλλο.
Αλλά τώρα μη σε νοιάζει τ’ όνομά μου. Θέλω να κοιμηθώ. Κι όταν ξυπνήσω θέλω να ‘χεις φύγει.