Γράφει η Ρούλα Σιγάλα.
Όπως κάθε καλοκαίρι, φτάσαμε στη Σκιάθο μέσα Ιουλίου. Οι συνήθεις ύποπτες, η Σάρα, η Μάρα κι εγώ. Παρόλο που η διάθεση είχε τους ίδιους παλμούς με άλλες χρονιές, το ένστικτό μου, που δε γελιέται το κατεργάρικο, έλεγε ότι τα πράγματα θα ήταν αλλιώτικα.
Άλλαξαν τα γούστα μας με τα κορίτσια· αυτές δώστου κλαμπάκια και ξεσάλωμα, εγώ είχα ανάγκη από ταβερνούλες και ήσυχα στέκια για ποτό. Μετά από δυο μέρες σερί ξενύχτι και σπίτι, μου ήταν αδύνατο να τις ακολουθήσω.
Έτσι γνώρισα εσένα. Σ’ εκείνο το σκοτεινά ρομαντικό στέκι. Καθόμουν μόνη και με πλησίασες για κουβέντα. Μάλλον ήταν περισσότερο η ανάγκη σου να επικοινωνήσεις με κάποιον παρά να βγάλεις λαβράκι. Ήσουν ο πιο ευθύς άνθρωπος που γνώρισα. Ήσουν ο μοναδικός άνθρωπος που ερωτεύτηκα τόσο αστραπιαία και στα ξαφνικά. Ήσουν ο πρώτος που κοιμήθηκα μαζί του μετά από πέντε μέρες γνωριμίας. Θα μπορούσα να σε αγαπήσω και να σου δοθώ ολοκληρωτικά.
Η βδομάδα κύλησε με τόσο πολύτιμες στιγμές που νιώθαμε πλούσιοι. Πόσοι άνθρωποι μέσα σε πέντε μέρες βλέπουν να ταιριάζουν με τον άλλο τόσο που να μη θέλουν να τον χάσουν! Κι ήταν αμοιβαίο.
Ορίσαμε συνάντηση στην Αθήνα στις 20 του επόμενου μηνός. Τίποτα δεν είχε αλλάξει ούτε τότε. Ήσουν τρυφερός, γλυκός, δοτικός. Είχες φέρει μια βαλίτσα ελπίδες μαζί σου και όνειρα για εμάς. Ένας άνθρωπος που μπορεί να σε δει στο μέλλον μαζί του, λένε να μην τον αφήσεις ποτέ.
Ήμουν το κορίτσι που γνώρισες σε ένα νησί, ήσουν το αγόρι που με έκανε να πιστέψω στη ζωή και στο ξαφνικό. Φεύγοντας είπες: «Δεν έχω τίποτα να με κρατά εκεί. Θα έρθω Αθήνα να βρω δουλειά και θα είμαστε μαζί. Σε δύο μήνες από τώρα».
Έφτασε έτσι το φθινόπωρο που παρά τη μελαγχολία που κουβαλάει, εμένα με γέμιζε χαρά. Θα ερχόσουν δυο μέρες μετά. Επιτέλους θα ήμαστε οι δυο μας. Τόσο κοντά και χωρίς περιορισμούς στις αποστάσεις και το χρόνο. Θα τα μηδενίζαμε όλα.
Δεν έφτασες ποτέ. Ούτε κοντά μου, ούτε κάπου αλλού. Οι αναπάντητες κλήσεις μου έγιναν μονότονος ήχος στο κινητό σου. Τα μηνύματά μου έφτασαν τα εκατό, μα απάντηση καμιά. Σιωπή. Σιωπή μέχρι να δω ξανά τον αριθμό σου στην οθόνη του κινητού μου μια βδομάδα μετά. Ήταν ο κολλητός σου. «Σου τηλεφωνώ γιατί θα ήθελε να ξέρεις. Τον χάσαμε σε αυτοκινητιστικό. Λυπάμαι.»
Τη βαλίτσα που είχες φέρει γεμάτη με ελπίδες κι όνειρα, την είχες αφήσει στο σπίτι μου. Δεν μπορεί να την είχες μαζί και να χάθηκες.
Έπρεπε να ήμουν πιο προσεχτική όταν ευχόμουν να μηδενιστεί ο χρόνος και οι αποστάσεις. Αν υπήρχε χρόνος, θα μπορούσα να τον περιμένω. Αν υπήρχε απόσταση, θα μπορούσα να τη διανύσω για να σε φτάσω. Μα τώρα δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω.
Εσύ, που με έκανες να πιστέψω στη ζωή και στο ξαφνικό, φρόντισες να το κάνεις και φεύγοντας.
Η κόρη σου είναι ήδη τριών ετών, και με πρόχειρους υπολογισμούς, τη συλλάβαμε την πρώτη μας φορά στη Σκιάθο. Έχει πάρει από σένα τη χαρά της ζωής και όταν το ένα λεπτό την κρατάω, το άλλο σωριάζεται μες τα παιχνίδια, έτσι ξαφνικά. Κρίμα που δεν μπόρεσα να μάθω κι άλλο τον κόσμο σου, για να ήξερα πόσα ακόμα κοινά έχετε. Σίγουρα όμως έχετε την ίδια επίδραση πάνω μου. Σας έχω δοθεί ολοκληρωτικά.