Γράφει η Αλεξία.
Η νέα χρονιά ξεκίνησε και με βρήκε να κυνηγάω ακόμα παλιές αγάπες. Κάθε χρόνο βάζω τέλος στα απωθημένα και κάθε χρόνο αυτά με ακολουθούν λες και τους έταξα σοκολάτες. Ώρες-ώρες θέλω να μου φωνάξω «σταμάτα, φτάνει». Μερικές φορές τα καταφέρνω. Μόλις όμως προχωρήσω δυο βήματα παραπέρα, να ‘σαι πάλι, εσύ. Δε μ’ αφήνεις ποτέ να σε αφήσω.
Είναι ξεκάθαρο πια πως το μεταξύ μας δε δουλεύει. Το ξέρεις εσύ, το ξέρω κι εγώ. Εγώ ίσως το έμαθα με δυσκολία και πολύ αργοπορημένα, αλλά το έμαθα. Είναι κάποιες μέρες που το αποδέχομαι χωρίς να με πειράζει τόσο πολύ. Βάζω κάτω τη λογική και σκέφτομαι πως αν ήταν γραφτό να γίνει, θα είχε γίνει εδώ και πολύ καιρό. Κάποιες άλλες μέρες όμως, μάλλον κυρίως νύχτες βουίζουν στο κεφάλι μου οι συζητήσεις που κάναμε ως το πρωί και τότε νιώθω τις πεταλούδες στο στομάχι να ξυπνάνε από το λήθαργο.
Η αλήθεια είναι πως δεν προσπάθησα αρκετά για ‘σένα, αλλά και ούτε θα το κάνω ποτέ. Αυτό γιατί πιστεύω ειλικρινά πως με νιώθεις φίλη σου και δε θέλω να σου το χαλάσω αυτό. Πόσο θα ήθελα όμως να αντιληφθείς κάποτε πως δεν υπήρξα ούτε για μισή στιγμή φίλη σου. Στο πρώτο μας «γεια» με είχες ήδη χάσει από φίλη.
Και φταις εσύ γι’ αυτό. Εσύ. Γιατί πάντα ήσουν και συνεχίζεις να είσαι υπερβολικά υπέροχος. Πάντα με τα σωστά και ωραία σου λόγια. Πάντα με βλέπεις. Με παρατηρείς. Ξέρεις τι μου φτιάχνει τη διάθεση και ξέρεις πώς να με χειριστείς. Όλες μου οι ανασφάλειες χάνονται μαζί σου και όταν μου ανοίγεσαι λίγο ξεχνάω ότι υπάρχει κι άλλος κόσμος πέρα από εμάς τους δύο.
Το πρόβλημα είναι όμως πως δε βλέπω έρωτα ανάμεσά μας. Βλέπω χημεία, βλέπω συμπάθεια, βλέπω αμηχανία. Εσύ τι βλέπεις; Αν βλέπεις φιλία, κοίτα ξανά. Γιατί δε συμπεριφέρονται έτσι οι φίλοι. Οι φίλοι δεν πιάνονται χεράκι-χεράκι στη βροχή, δεν ταΐζει ο ένας τον άλλον στο στόμα, δεν κοιτάζονται στα μάτια όπως εμείς και δε βρίσκουν ηλίθιες αφορμές για να μιλήσουν ενώ έχουν χαθεί για μήνες.
Αν είμαστε φίλοι, θέλω να μου συμπεριφέρεσαι όπως στους φίλους σου. Δεν το κάνεις όμως, γιατί κατά βάθος ξέρεις κι εσύ πως δεν είμαστε. Κι αφού δεν είμαστε φίλοι, δεν είμαστε τίποτα. Απλά δυο γνωστοί που συναντήθηκαν τυχαία και μια μέρα το ίδιο απλά θα πάψουν να συναντιούνται. Θα στέλνουν τις τυπικές τους ευχές στις γιορτές και κάποτε θα μάθει ο ένας πως ο άλλος παντρεύτηκε και ζει ευτυχισμένος με τα τρία του παιδιά.
Γι’ αυτό άσε με στην ησυχία μου. Μη μου στέλνεις μηνύματα, μη με παίρνεις τηλέφωνο, μη μου λες ότι χαθήκαμε. Υπάρχει λόγος που χαθήκαμε, πώς να στο πω αλλιώς; Χαθήκαμε γιατί το να βρισκόμαστε μου είναι πλέον αδύνατο και απλά ήρθε η ώρα για να χαθούμε. Άσε με να σε αφήσω και να προχωρήσω χωρίς εσένα. Σταμάτα να με ψάχνεις κάθε φορά που με θυμάσαι. Σταμάτα να με αναζητάς ενώ σε έχω αφήσει πίσω.
Πονάνε τα πισωγυρίσματα γιατί χάνεις τη δύναμή σου κάθε φορά όλο και πιο πολύ. Τη δύναμη που έβαλες για να ξεχάσεις, να ξεχαστείς και να βρεις τον εαυτό σου. Και πονάνε πιο πολύ όταν με τραβάς πάλι πίσω, ενώ εγώ βάζω ό,τι έχω και δεν έχω για να κάνω ένα βήμα μπροστά.
Δεν είμαι φίλη σου. Ποτέ δεν ήμουν. Θα μπορούσα να γίνω αν με άφηνες, αλλά για κακή σου τύχη επέλεξες για εμάς μια επιφανειακή σχέση, με ανούσιες συζητήσεις και ευγενικές χειρονομίες. Όλα τα κάναμε υπερβολικά σωστά και πέρασαν τόσα χρόνια χωρίς να πούμε μια φορά αυτό που πραγματικά σκεφτόμασταν.
Μάλλον ήθελα να γίνουμε περισσότερα από όσα μπορούσαμε. Ήθελα για εμάς φιλία, ήθελα έρωτα, ήθελα πυροτεχνήματα, ήθελα πολλά. Και συνεχίζω να τα θέλω όλα αυτά. Όμως όχι για εμάς πια. Τα θέλω για ‘μένα. Και για ‘σένα φυσικά. Απλά όχι μ’ εμένα.