Γράφει η Σοφία.
Πάει καιρός από τότε που σε ένιωθα δίπλα μου. Από τότε που σε χάιδευα τρυφερά στο μέτωπο κι εσύ ήσουν ξαπλωμένος στα πόδια μου. Κοιτούσες προς τα πάνω και μου έλεγες τα σχέδια που σκεφτόσουν για μας. Σ’ άκουγα κι έλεγα κι εγώ τα δικά μου.
Λέγαμε για εκείνο το ταξίδι που θα πηγαίναμε μαζί στη Βενετία και σχηματίζαμε την κλασσική εικόνα που τα περισσότερα ζευγάρια φέρνουν στο μυαλό τους. Να είναι αγκαλιασμένα πάνω σε μια γόνδολα κι όλα να φαντάζουν ένα παραμύθι.
Κι όμως, πάει καιρός από τότε. Όχι μόνο από τότε, αλλά κι από εκείνο τα βράδυ Σαββάτου που είχαμε κλείσει τα κινητά μας, είχαμε αγοράσει το αγαπημένο μας μπουκάλι κρασί και δημιουργήσαμε τη δική μας ατμόσφαιρα. Ανάψαμε το εσωτερικό φωτισμό του σπιτιού σου, καθίσαμε στον καναπέ και μετά όλα πήραν τον δρόμο τους.
Πάει καιρός κι από εκείνο το αλλοπρόσαλλο ξενύχτι μας. Έγινες κομμάτια απ’ το ποτό. Όχι ότι εγώ πήγαινα πίσω. Ακόμα απορώ πώς οδήγησες. Φτάσαμε με το καλό στο σπίτι σου κι ανεβήκαμε με τα χίλια ζόρια στη σοφίτα. Σε κρατούσα από πίσω, για να μην πέσεις και βρεθούμε στο πάτωμα κι οι δυο. Στην τελική, βρεθήκαμε. Γελάσαμε και αργότερα το γέλιο μας μεταμορφώθηκε σε έρωτα. Εκείνη τη νύχτα, θυμάμαι, είχαμε πει πως έτσι θα είμαστε εμείς. Δυο παθιασμένοι εραστές που γλεντάνε τη ζωούλα τους. Κι ας ήμασταν μαζί οχτώ χρόνια.
Πάει καιρός από τότε. Καιρός κι από τότε που αφήσαμε λίγο τους εραστές να ξεκουραστούν και πήραμε τη μορφή του ζευγαριού που σκέφτεται να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Λέγαμε πότε θα παντρευτούμε, πόσα παιδιά θέλει ο καθένας κι όλα αυτά που περνάν απ’ το νου πότε-πότε σε κάθε μακροχρόνια σχέση.
Πάει, μάλιστα, πολύς καιρός από τότε που μαλώναμε σαν τρελοί. Θυμάμαι κιόλας που εσύ νευρίαζες πολύ εύκολα κι εγώ προσπαθούσα να κρατηθώ, για να μη βάλω τα γέλια. Η έκφραση που έπαιρνε το πρόσωπό σου όταν είχες σπαστεί με κάτι ήταν πολύ αστεία. Και το γεγονός ότι εγώ ήθελα να γελάσω σε νευρίαζε ακόμη περισσότερο. Όλο έλεγες πως σου ανάβουν τα λαμπάκια, επειδή και καλά δε σε παίρνω στα σοβαρά την ώρα που η έκρηξή σου καίει ό,τι κινείται.
Όμως πάει καιρός από τότε που σταμάτησες να καις ό,τι κινείται. Πάει καιρός από τότε που οι στιγμές μας, τα χάδια μας, τα νεύρα μας, τα γέλια μας και τα αστεία μας χάθηκαν μέσα στη σκόνη. Τα όνειρά μας δεν υπάρχουν. Δεν τα βλέπουμε πια. Από ‘κει που τα βλέπαμε στον ξύπνιο μας, δεν τα βλέπουμε καν στο ύπνο μας. Δεν έρχονται ούτε για να μας θυμίσουν τις όψεις των προσώπων μας. Εκείνες τις όψεις που είχαμε όταν ήμασταν μαζί. Είτε όταν δέναμε τα χέρια μας είτε όταν κοιμόμασταν αγκαλιασμένοι.
Αλήθεια, πάει καιρός από τότε που κοιμόμασταν αγκαλιασμένοι. Και κοιμόμασταν με τέτοιο τρόπο, που δύσκολα κοιμούνται δύο άνθρωποι. Ο ένας να πλακώνει τη μούρη του άλλου, τα πόδια μας τυλιγμένα αναμεταξύ τους κι η περίπτωση να γυρίσουμε να κοιμηθούμε αντίθετα δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό μας ακόμη κι αν ήταν καλοκαίρι και σκάγαμε απ’ τη ζέστη. Αλλά κι όταν θέλαμε να αλλάξουμε λίγο τη βολή μας στο κρεβάτι, φροντίζαμε πάλι να μη μας χωρίζει η στάση που επιλέγαμε και καταλήγαμε πολύ απλά σαν δύο αγαπημένες βδέλλες. Να σημειώσω ότι αυτό μου λείπει περισσότερο απ’ οτιδήποτε.
Μου λείπει, όμως, κι ο καιρός που το τηλέφωνό μου χτυπούσε κι έγραφε το όνομά σου. Λάτρευα το όνομά σου κι ας ήταν συνηθισμένο. Όμως, δεν έχει σημασία, πάει καιρός από τότε κι ίσως αυτό και να μην είναι και τόσο δύσκολο να το προσπεράσω.
Γιατί δυσκολεύομαι να προσπεράσω τον καιρό που είχα τα πιο δυνατά συναισθήματα. Που ένα άγγιγμά σου, ένα σου βλέμμα, μία σου λέξη, η ίδια σου η φωνή μπορούσαν να κάνουν τη μέρα μου καλύτερη. Πολύ απλά, πολύ εύκολα. Τα μάτια μου έλαμπαν από χαρά κι ας καταστρεφόταν έξω ο κόσμος. Και τώρα καταστρέφεται, αλλά εγώ κάθομαι μόνο και τον κοιτάω. Δεν κάνω τίποτα.
Γιατί τίποτα δεν είναι ίδιο χωρίς εσένα πια. Τίποτα δε μοιάζει να είναι όπως όταν ήσουν στη ζωή μου. Ήσουν πολλά περισσότερα για μένα από ένας απλός σύντροφος. Ήσουν ο φίλος μου, ο αδερφός μου, το στήριγμά μου. Ήσουν ο θησαυρός μου, τον οποίο είχα βρει και τώρα τον έχασα. Προσπαθώ να τον ξαναβρώ, αλλά δεν μπορώ. Εξαφανίστηκε.
Πάει καιρός που τον έχασα και μου φαίνεται πως δε θα τον ξαναπιάσω στα χέρια μου. Μερικές φορές φοβάμαι ότι θα τον δω στα χέρια κάποιας άλλης. Δε ζηλεύω, αυτό ποτέ δεν το έκανα. Λυπάμαι μόνο που δεν μπόρεσα να τον κρατήσω, για λόγους που δεν μπορώ να εξηγήσω, αλλά ούτε και θα τους μάθω ποτέ. Ίσως δεν έκατσε. Ίσως και να μην ήταν γραφτό. Ίσως.
Απλά, να, πάει καιρός που δε με κοιτάς πια στα μάτια. Θέλω να κλάψω και να γελάσω ταυτόχρονα. Γίνεται;