Γράφει η Έλσα.
Καλοκαίρι ήταν νομίζω όταν σε είδα πρώτη φορά. Νομίζω Ιούλιος; Ίσως κι Αύγουστος, έχουν περάσει τόσοι μήνες. Όχι λάθος, χρόνια έχουν περάσει. Εμένα, όμως μου φαίνεται σαν να ’ταν χθες. Είχε ήλιο θυμάμαι, απογεύμα ήταν. Δε θυμάμαι που πήγαινα, αλλά θυμάμαι τη στιγμή που σε είδα. Θυμάμαι πώς ένιωσα. Περίεργα θα έλεγα. Νομίζω μούδιασα για λίγο.
Ξέρεις, ένιωσα εκείνες τις πεταλούδες που λένε στο στομάχι. Θύμαμαι πόσο το κορόϊδευες. Έλεγες πως κάνω σαν παιδί. Σ’ άρεσε που έκανα σαν παιδί. Έλεγες ότι το γέλιο μου σε τρελαίνει. Ότι κλείνεις τα μάτια σου όταν είμαστε χώρια και το σκέφτεσαι. Ένιωθα όμορφα, όταν μου το ‘λεγες. Θυμάσαι γιατί; Σου είχα πει πως κι εγώ αυτό έκανα. Έκλεινα τα μάτια μου και γυρόφερνα συνέχεια τις στιγμές μαζί σου στο μυαλό μου.
Αλλά ξέφυγα. Πού είχα μείνει; Α ναι, στη στιγμή που σε είδα. Δεν περίμενα ότι με είδες να σε κοιτάζω σαν χάζη. Κι όμως με κοίταζες κι εσύ. Ντράπηκα τόσο πολύ, έκανα πως κοιτάζω κάτι άλλο. Ηλίθιο δεν ήταν; Κι όμως το έκανα. Το κατάλαβες. Το ξέρω ότι το κατάλαβες. Γέλασες ή μάλλον χαμογέλασες στην παιδιάστικη συμπεριφορά μου. Δε μου το είπες ποτέ, αλλά δε χρειάστηκε κιόλας. Από την πρώτη στιγμή καταλάβαινα κι ένιωθα ό,τι σκέφτεσαι και νιώθεις. Θυμάσαι; Μου το έλεγες συχνά αυτό, ότι μόνο εγώ μπορώ να το κάνω αυτό. Κανείς άλλος.
Ήρθες λοιπόν κοντά μου και με κοίταξες προσεκτικά. Μου είπες απλώς το όνομά σου. Συνηθισμένο όνομα, τίποτα τόσο ξεχωριστό. Κι όμως εμένα μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ, σου ταίριαζε. Η αλήθεια είναι ότι σάλεψα, δεν περίμενα κάτι τέτοιο στα καλά του καθουμένου. Θυμάμαι σε ρώτησα, γιατί μου το λες. Άλλη μια χαζή αντίδραση έτσι; Αφού ήθελα να μάθω το όνομά σου απ’ τη στιγμή που σε κοίταξα, που κοίταξα τα μάτια σου. Μάτια συνηθισμένα κι αυτά, μάτια καφέ, κοινά σαν όλων των άλλων, μάτια όμως που μ’ έκαναν να ζαλίζομαι. Ναι, να ζαλίζομαι. Το θυμάμαι καλά αυτό. Τα πόδια μου έτρεμαν, σαν 15χρονο κορίτσι ένιωθα, τόσο χαζή. Κι αυτό το κατάλαβες. Το θυμάσαι;
Κάπως έτσι μπήκες στη ζωή μου. Έτσι απότομα, δυναμικά και με γέμισες ζωή. Γέλαγα, πόσο γέλαγα όταν ήμουν κοντά σου. Τόσο όμορφο συναίσθημα και τόσο δυνατό. Συναίσθημα που λίγοι το νιώθουν και πολλοί θα ήθελαν να το νιώσουν. Αξίζει να αισθανθούν όλοι αυτό που ένιωσα.
Θυμάσαι εκείνο το πάρκο που πηγαίναμε συχνά; Απογευματάκι συνήθως, κάποιες φορές ίσως και βράδυ. Ήρεμο, ήσυχο, απομονωμένο απ’ τον κόσμο. Οι τσουλήθρες ήταν χαλασμένες και δε βλέπαμε παιδιά εκεί. Δεν είχε κάτι το τόσο όμορφο αυτό το πάρκο, αλλά ήταν το πάρκο μας. Το καταφύγιό μας. Ο χώρος που μιλάγαμε με τις ώρες. Εκεί μ’ έκανες να γελάω και να ονειρεύομαι. Να ονειρεύομαι ένα μέλλον μαζί σου. Θυμάσαι; Πες μου ότι το θυμάσαι.
Έλεγες πως δε θα μ’ αφήσεις ποτέ. Ήμουν η μικρή σου. Έτσι με έλεγες. Μου χάϊδευες τα μαλλιά και με φίλαγες. Αχ πόσο μ’ άρεσε να με φιλάς. Ήταν φιλιά στοργικά, γλυκά σαν ζάχαρη. Ήταν άλλοτε φιλιά παθιασμένα, μου ‘δειχνες πόσο με θες. Πόσο πολύ θέλεις το κορμί μου, τον εαυτό μου ολόκληρο να γίνει δικός σου. Να μου δώσεις εσύ τον εαυτό σου. Το θυμάσαι αυτό; Εγώ το θυμάμαι.
Τις βόλτες στη θάλασσα τις θυμάσαι; Μου κράταγες το χέρι και μου ‘λεγες για τα κύματα, πόσο σ’ άρεσε να βλέπεις τη δυναμή τους. Σου άρεσε να τα βλέπεις όμως και γαλήνια. Και μένα. Μ’ άρεσε ό,τι σ’ έκανε χαρούμενο. Ό,τι σ’ έκανε να είσαι αυτό που είσαι. Γιατί αυτός ο άνθρωπος με έκανε να αισθάνομαι, έτσι όπως αισθανόμουν. Αισθανόμουν δυνατή, χαρούμενη, αισιόδοξη, αισθανόμουν ασφάλεια.
Ασφάλεια, μια λέξη τόσο σημαντική για μια γυναίκα. Έλεγες πως δεν το καταλαβαίνεις αυτό κι εγώ κάθε φορά στο εξηγούσα και στο εξηγούσα μέχρι να μην αντέχεις να μ’ ακούς άλλο. Κι εγώ γέλαγα μαζί σου, γιατί γινόμουν αυτή η φλύαρη γυναίκα που κανένας άντρας δεν αντέχει. Αλλά εμένα δε με πείραζε. Τίποτα δε με πείραζε. Φυσικά και νευρίαζα μαζί σου, όταν φερόσουν σαν ανώριμο παιδί, αλλά αυτό ήταν που αγαπούσα σε σένα. Σ’ έπαιρνα αγκαλιά και τα ξεχνούσα όλα.
Πολλές φορές ήσουν εσύ που μου έλεγες πως σε κάνω να αισθάνεσαι ασφάλεια. Το θυμάσαι; Κι εγώ δεν καταλάβαινα, αλλά μου άρεσε που το άκουγα. Ίσως επειδή οι γυναίκες έχουμε έμφυτη την ανάγκη να προστατεύουμε και να δίνουμε τόση αγάπη. Έτσι μας έπλασε ο Θεός, μας προετοιμάζει απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή να δεχτούμε τη μητρότητα και να την αγκαλιάσουμε. Στο είχα πει νομίζω αυτό. Κι εσύ πάλι με κορόϊδευες.
Μου έλεγες ότι θα γίνω όμορφη μαμά και ποιος ξέρει ίσως σε λίγα χρόνια κάναμε μαζί ένα παιδί, ένα παιδί να μου μοιάζει έλεγες. Κι τότε εγώ κορόϊδευα και σου έλεγα ότι βιάζεσαι, ότι προχωράς πολύ. Πόσο δίκιο είχα. Έτσι δεν είναι; Δεν ξέρω πώς το ήξερα, αλλά ίσως βαθιά μέσα μου το ένιωθα. Η έκτη αίσθηση που λένε. Ίσως αυτή, ίσως γιατί σε ήξερα όντως καλύτερα απ’ τον καθένα.
Βλέπεις λοιπόν; Όλα τα θυμάμαι. Κάθε στιγμή μαζί σου, κάθε λεπτό που περάσαμε μαζί. Κάθε δάκρυ που έριξα κι εσύ ορκιζόσουν πως θα πονέσεις όποιον με κάνει να ξανααισθανθώ έτσι. Δεν έκανες τίποτα, όμως, όταν αυτός ο άνθρωπος υπήρξες εσύ. Εσύ με πόνεσες πιο πολύ απ’ όλους!
Τόσα χρόνια πέρασαν κι εγώ ακόμα τα θυμάμαι, θυμάμαι πως αισθάνθηκα όταν βγήκες απ’ τη ζωή μου, πώς αντέδρασα, πόσο έκλαψα. Ένιωσα να σβήνω και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Το θυμάσαι αυτό; Αλλά δεν μπορείς να το θυμάσαι, γιατί δεν ήσουν εκεί. Είχες φύγει, είχες φύγει μακριά μου και δεν κοίταξες πίσω.
Δε σου κρατάω κακία, σε παρακαλώ, μη με παρεξηγείς. Μπορεί να φαίνονται τα συναισθήματά μου απότομα, αλλά είναι επειδή τα θυμήθηκα. Κι ήθελα να τα θυμηθείς κι εσύ λίγο. Έστω και λίγο. Να θυμηθείς τότε, τη θάλασσα στη δύση της και μένα κοντά σου, να σου λέω, πως αν σε λίγα χρόνια είμαστε χώρια και κάποια στιγμή συναντηθούμε, εγώ θα έρθω κοντά σου και θα σε ρωτήσω « Με θυμάσαι;», θέλω απλώς να πεις τ’ όνομά σου.
Επιμέλεια κειμένου Έλσας: Νάννου Αναστασία.