Γράφει η Βάγια.
Μια συνηθισμένη μέρα είναι που πνίγομαι στα οινοπνεύματα και στους καπνούς. Μια συνηθισμένη μέρα που δε σε έχω. Και δεν είναι συνηθισμένη, γιατί η απώλειά σου έγινε τρόπος ζωής και καθημερινότητα, αλλά γιατί είναι μια μέρα ανέκφραστη, χωρίς κάτι το διαφορετικό να την αλλάξει.
Κι έτσι όπως το ένα ποτό διαδέχεται το άλλο και κοιτάω τη στάθμη να κατεβαίνει βασανιστικά, έτσι ακριβώς διαδέχονται κι οι εικόνες μας η μία την άλλη. Τα πάω όλα αντίστροφα και σε γρήγορη κίνηση. Θέλω να μου μείνει μια όμορφη εικόνα απ’ αυτές τις λίγες ώρες που σε αναπολώ. Ναι, τις υπόλοιπες μέρες σε καταριέμαι. Τώρα όμως που αμαρτάνει η σκέψη μου, θέλω ως το ξημέρωμα να σ’ απολαύσω νοερά. Δυο γουλιές από εσένα, μία ποτό μετά ή και τα δυο ταυτόχρονα.
Μου κάνεις ακριβώς ό,τι και το αλκοόλ. Με ναρκώνεις, με μουδιάζεις, μ’ ανακατεύεις. Ίδια επήρεια έχετε με μόνη διαφορά πως εσένα έχει περίπου ένα εξάμηνο να σ’ αποβάλλει ο οργανισμός μου. Γιατί ξέρω, οι γουλιές κάποια στιγμή θα πάψουν να κατεβαίνουν, θα πάψει να γεμίζει ξανά το ποτήρι μου. Εσύ όμως μωρό μου, τελικά, δε μου τελειώνεις ποτέ.
Το ποτήρι μου, όσο το επιτρέπω αυτό το βράδυ, θα γεμίσει πάλι, όταν το ζητήσω. Αλλά εγώ δε θα μπορέσω να με ξαναγεμίσω ζητώντας σε πίσω. Κοιτάζω τα κόκκινα χρώματά του και νομίζω πως βλέπω το χαμόγελό σου. Αυτό το χαμόγελο που δε σου άρεσε, αλλά εγώ λάτρευα να το προκαλώ και να το χαζεύω.
Κατεβάζω τις γουλιές και νιώθω τον ίδιο κόμπο και την ίδια πίκρα μ’ αυτή που βίωσα, όταν με παράτησες μ’ ένα ξερό «τελειώσαμε» μέσα στο αυτοκίνητό σου. Αυτό το αυτοκίνητο που τόσο ήθελες ν’ αλλάξεις, αλλά εγώ τόσο πολύ είχα βολευτεί στην άνεσή του.
Ακούω την υποτονική αυτή μουσική και νομίζω πως ηχεί και πάλι στα αυτιά μου ζωντανά η φωνή σου. Αυτή η φωνή που το πρωί δεν έβγαινε χωρίς καφέ, αλλά εγώ αγαπούσα ν’ ακούω τη βραχνάδα της.
Κι όσο το καταραμένο το αλκοόλ διεισδύει πιο πολύ μέσα μου και το νιώθω να μ’ ακινητοποιεί, η ανάσα μου βαραίνει και το κεφάλι μου είναι έτοιμο να εκραγεί. Ακριβώς, όπως την πρώτη φορά που σ’ φίλησα. Τι το ήθελα πάλι και σε θυμήθηκα; Μια χαρά είμαι όσο σε έχω ξεχασμένο. Αλλά μάλλον ξεγελάω τον εαυτό μου λέγοντάς μου πως δε νιώθω τίποτα πια.
Κάθομαι στο μαγαζί μας, στη μεριά μας, όμως πλέον δίπλα μου έχω μια θέση κενή. Έχω ξαπλώσει φαρδιά-πλατιά πάνω στο μπαρ. Κι αν κάποιος που με ξέρει, με δει κάπως έτσι, θα καταλάβει πως πάλι αγκαλιάζω την απουσία σου. Άτιμο πράγμα η μοναξιά δε λέω. Αλλά όμως χαίρομαι που αυτό το βράδυ πάλι καίγομαι για σένα.
Βάσανο μου έγινες, αλλά δε θα μπορούσα να σκεφτώ κάποιο άτομο πιο κατάλληλο να με φέρει σε τέτοιο σημείο. Είναι αυτή η γλυκιά καψούρα που αισθάνομαι και θέλω να έρθω κάτω απ’ το σπίτι σου να σε βρίσω, να μαλώσουμε και μετά ν’ αγκαλιαστούμε με τέτοια ένταση που όλα τα κομμάτια να ξαναενωθούν.
Αλλά δεν αξίζει να έρθω πάλι μέχρι εκεί. Αρκετή αξιοπρέπεια χαράμισα με το να είμαι εδώ και να γίνομαι πάλι κομμάτια για χάρη σου. Αυτή τη φορά μόνη μου θα μαζευτώ και θα φύγω. Πρέπει κάποια στιγμή να καταλάβω πως τελείωσε το παραμύθι και πως ζω σε μια σκληρή πραγματικότητα, σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχεις και δεν αξίζει να σου κρατάω καρτερικά χώρο μπας και φιλοτιμηθείς να γυρίσεις.
Καληνύχτα αγάπη μου, δε θα τα ξαναπούμε ποτέ. Πρέπει να σταματήσω να καταστρέφομαι εξαιτίας σου, για χάρη σου, για την απώλειά σου, για την επιστροφή σου.