Παρασκευή βράδυ. Ένα τσούρμο φίλοι αποφασίζουμε να πάμε για τα καθιερωμένα μας μπυράκια σε ένα στέκι αγαπημένο στου Ψυρρή. Η διάθεση είναι εξ’αρχής πολύ ανεβασμένη. Στολισμός, κραγιόν κατακόκκινο, μαλλί στην πένα.
Είναι που το μυαλό μου διαρκώς είναι σε σένα. Είναι που θέλω να είμαι όμορφη για εσένα. Είναι πως σκέφτομαι συνέχεια πως ίσως περάσεις, όπως μου είπες έστω για πέντε λεπτά να μου πεις ένα «γειά» και να φύγεις.
Είναι πως θέλω να σε δω και πως η δική μου βραδιά ξεκινάει με αυτήν τη σκέψη και μόνο. Το περιμένω, το ζητάω και χαμογελάω κρυφά.
Κρυφά. Μεγάλη κουβέντα. Την ξέρεις καλά κι εσύ. Όλα κρυφά. Και τα μηνύματα κρυφά και οι ιντερνετικές συνομιλίες μας και οι άτυποι «επαγγελματικοί» μας καφέδες. Ανήκουμε σε άλλους κόσμους, το ξέρω. Και βρεθήκαμε την πιο άκυρη στιγμή, στο πιο απίθανο μέρος, το πιο κακό timing. Αυτό τώρα πια, το έχω καταλάβει. Όπως κι εσύ. Όσο μακριά είμαστε άλλο τόσο περισσότερο δενόμαστε. Εσύ εδώ, εγώ εκεί και κυριολεκτικά η ζωή πιο πέρα, όπως λέει και το τραγούδι.
Δύο τελείως διαφορετικές καθημερινότητες, δύο τελείως διαφορετικοί άνθρωποι με ακόμα δύο άλλους ανθρώπους αγκαζέ. Εσύ μαζί της, στο ίδιο κρεβάτι και εγώ με εκείνον. Να κάνουμε έρωτα και να σε φαντασιώνομαι. Να φτάνω σε οργασμό και να θέλω να ουρλιάξω το όνομα σου και να μην μπορώ. Και όλα αυτά χωρίς καν ποτέ να με έχεις αγγίξει.
Μόνο μιλάμε και μου ανοίγεις διάπλατα το «είναι» σου. Μου στέλνεις τραγούδια και μου αγοράζεις βιβλία-κομμάτια σου. Ξέρεις κάτι; Τον αγαπάω τον κόσμο σου. Και όσο θέλω να μπαίνω μέσα του, άλλο τόσο σε θέλω μέσα μου.
Βρίσκομαι σε παραλήρημα. Τα έχω χαμένα. Αυτά είναι απο τα άγραφα και όμως τα γράφω, για σένα.
Δεν μπορώ να σκεφτώ λογικά. Μόνο να δω τα μάτια σου να λάμπουν θέλω στο κοίταγμά μου. Δυο μάτια φωτιές. Βλέμμα διαπεραστικό. Βλέμμα που φωνάζει πως με θέλει. Όμως όχι. Πρέπει να κρατηθούν οι αποστάσεις.
Πρέπει. Πρέπει. Μια ζωή πρέπει. Ποτέ «ζήσε το». Πάντα ψυχαναγκασμός.
Και είμαι στο στέκι και πίνω και περιμένω μήνυμά σου. Δεν ανάβει το γαμημένο το κινητό. Με ρωτάνε αν είμαι καλά, γιατί αρχίζω και θολώνω και φαίνομαι. Τι να τους πω.. «Καλά καλά, απαντάω» και συνεχίζω να σε σκέφτομαι, διαπλεκόμενη σε συζητήσεις δίχως νόημα και ουσία. Κάνω πως ακούω και χαμογελάω χαζά. Δε με παίρνει αλλιώς.
Το κινητό ανάβει. «Είμαι απ’ έξω, βγες». Με ρωτάνε όλοι που πάω και τους λέω πως ήρθε για λίγο το αγόρι μου και πάω να το δω. Τι ειρωνεία.. Κι όμως, αυτό είπα. Βγαίνω έξω σχεδόν πετώντας, σε βλέπω. Πόσο όμορφος..
Πάμε σε ένα παγκάκι και η αμηχανία μας χτυπάει κόκκινο. Κάνουμε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και οι συζητήσεις μας είναι περί ανέμων και υδάτων. «Τι σκέφτεσαι», με ρωτάς. Και σου απαντάω όλο χαζομάρα «Σκέφτομαι πως θα’ χε μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτήν την πλατεία να παίζαμε κρυφτό, ή κυνηγητό με νεροπίστολα!» Πόσο fail.. «Σκέφτεσαι τις πιο σωστές στιγμές τα πιο λάθος πράγματα σίγουρα! Έλα εδώ». Και με φιλάς..
Έχετε ιδέα από κινηματογραφικά φιλιά, γεμάτα πάθος και ένα μικρό φόβο; Απο αυτά τα ατελείωτα, τα ανεξίτηλα, τα «για πάντα»; Αυτό ήταν. Σαν τα χείλη μας να έχουν φτιαχτεί για να είναι ένα. Και η καρδιά φτερουγίζει. Και η νιρβάνα έρχεται. Οξύμωρο και όμως αληθινό.
Θα μπορούσα να περιγράφω ώρες αυτό το φιλί, είναι αλήθεια.
«Ήμουν σίγουρη πως φιλάς υπέροχα» σου λέω. «Πως γίνεται αυτά τα υπέροχα χείλη να μη μπορεί κανείς να τα φιλήσει υπέροχα; Αυτά ευθύνονται» μου απαντάς.
Δεν ξέρω που θα με βγάλει και σε τι μονοπάτια μπορεί να οδηγηθώ. Ξέρω οτι αυτά δεν τα συνήθιζα πάντως. Πάντα ήμουν η σωστή κοπέλα και η καλή σύντροφος.
Θα το ζήσω και όπου με βγάλει. Γιατί είσαι εσύ. Το παραμύθι που ποτέ δε μου διάβασαν, το όνειρο που ποτέ δεν έζησα στο ξύπνιο μου, η ανάσα που έχω ανάγκη σε μια καθημερινότητα που με πνίγει.
Πάμε λοιπόν κι όπου μας βγάλει. Και κάτι ακόμα, αν με διαβάζεις αυτή τη στιγμή, χαμογέλα. Σου πάει. Ξέρεις εσύ.