Γράφει η Ηλέκτρα Δημητράκη.
Φτιάξε μια ζωή που να σε βολεύει. Μπες μέσα της, σεργιάνισε στα εύκολα πρωινά, στα άδεια βράδια που δε σε αντέχεις. Χαμογέλα στις φωτογραφίες και λέγε ευχαριστώ στον κάθε τυχάρπαστο που θα σε συγχαίρει για τη στρωμένη σου ζωή.
Ψάξε γύρω σου κι αν βρεις κάτι για να πιαστείς, εγώ, πριν απ’ όλους, θα σε παραδεχτώ. Αλλά το ξέρεις πως δε θα βρεις. Θα γυροφέρνεις το κινητό σου και δε θα μου στείλεις ποτέ ούτε ένα μήνυμα. Θα θάψεις άτσαλα τα «μου λείπεις» που σκοτώνεις κάθε μέρα και θα τα πνίξεις σε μία ακόμη γουλιά. Στις σεμνές αλκοολικές τελετές σου.
Γιατί δε σου έμαθαν πως η ζωή που αξίζουμε να ζήσουμε, δεν είναι αυτή με τα κουτάκια. Είναι η άλλη, εκείνη η άναρχη, που έχει για συντελεστή το «θελω». Πού να τα ξέρεις εσύ αυτά. Εσύ κοιμάσαι κάθε βράδυ αγκαλιά με τα «πρέπει» σου. Αλήθεια, σου κάνουν καλή παρέα;
Παραδέξου το, να πάμε παρακάτω. Έτσι έμαθες, έτσι πάντα θα κάνεις. Θα δειλιάζεις.
Και αν τύχει και με δεις στο δρόμο, θα θες με όλο σου το σώμα να τρέξεις πάνω μου, να με βρίσεις, να χτυπήσεις τα χέρια σου στο στήθος μου, να ουρλιάξεις πως σε παράτησα. Εγώ θα σε ακινητοποιήσω, θα πάρω τα δάχτυλα σου και θα τα ακουμπήσω ένα προς ένα στις πληγές που μου άφησες. Για να δούμε, ποιος πονάει πιο πολύ;
Αλλά και πάλι, πιστεύω πως δε θα το κάνεις. Θα δειλιάσεις.
Κι αν κάποτε βρεθούμε σε κοινές παρέες που δεν ξέρουν και πάνε να μας συστήσουν θα είναι αστείο. Γιατί ξέρω το σημάδι κάτω απ’ το δεξί σου γόνατο και ξέρεις το δικό μου στον αυχένα. Κι αυτοί εκεί δεν ξέρουν καλά-καλά ούτε πού μένεις. Κι όμως τολμάνε να πάνε να μας συστήσουν. Θα με κοιτάξεις για δύο δευτερόλεπτα -τόσο σου έπαιρνε άλλωστε πάντα για να με καταλάβεις- και θα κάνεις ό,τι σου ορμηνέψει η ματιά μου. Εγώ θα σου τεντώσω το χέρι μου και, ενώ θα θες να με αγκαλιάσεις, να γεμίσεις ανάσες με τη μυρωδιά μου, εσύ θα το πάρεις και θα το κουνήσεις τυπικά.
Θα κάνεις αυτό που σου έδειξα. Όχι αυτό που θες. Θα δειλιάσεις.
Κι αν σε ρωτήσουν ποτέ οι φίλοι σου γιατί χαθήκαμε ή τι κάνω, δε θα ξέρεις τι να πεις. Θα βουρκώσεις που μ’ έχασες γιατί είχες αρκετά ηλίθια προσχήματα, τόσα ώστε να στοιχηματίσεις την ευτυχία σου σε μιάν απάντηση. Θα σταθείς αμήχανα γιατί δεν έχεις ιδέα πώς περνάω. Πεθαίνεις να μάθεις, αλλά ποτέ σου δεν προσπάθησες. Δικαιολογίες; Χίλιες. Δεν ήξερες τον αριθμό μου, δεν έτυχε, δε σε κάλεσα σε μία γιορτή, με είδες με το αίσθημα σε μία φωτογραφία ή, το βολικότερο, δε σε ρώτησα πρώτα εγώ. Διάλεξε αυτήν που θα σε κάνει να κοιμάσαι πιο ήσυχα τα βράδια. Τελικά, θα πεις αυτό που πρέπει για να ξεμπερδέψεις: «Καλά θα ‘ναι μωρέ, ποτέ δεν είχε ανάγκη.» Πόσο αλήθεια, εδώ που τα λέμε. Ποτέ δεν είχα ανάγκες. Ποτέ, πριν από σένα.
Όμως και πάλι καταλήγουμε στο ότι θα πεις αυτό που πρέπει. Όχι αυτό που θες. Θα δειλιάσεις.
Και μετά από χρόνια, όταν θα ‘χουμε φτιάξει τις ζωές μας, τη γνωστή μέρα που δε θα αντέχουμε να παίζουμε άλλο τους ρόλους που μας δώσανε, θα σε πετύχω στο καφέ μας, στο τραπέζι στην πίσω αριστερή γωνία. Και κανείς μας δε θα ‘χει πάει εκεί τυχαία. Θα σε ρωτήσω πώς περνάς και πριν καν απαντήσεις, θα έχω παραγγείλει ήδη το προφιτερόλ με τη φράουλα που λατρεύεις. «Καλά», θα αποκριθείς. Και όταν λες εσύ καλά, σημαίνει πως ούτε τον εαυτό σου δεν αντέχεις πια να κουβαλάς.
«Με αγαπάς;» θα σε ρωτήσω.
«Ποτέ μου δε σταμάτησα», θα πεις.
«Και τι κάναμε;»
«Χάσαμε τις ζωές μας.»
Κοίτα να δεις στιγμή που βρήκες να θαρρέψεις.
Eπιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου